Με τις εξελίξεις στην υπόθεση της Πάτρας να είναι ραγδαίες, και το πανελλήνιο να είναι οργισμένο με όσα μαθαίνει, ακόμα μια τραγωδία της ίδιας οικογένειας έρχεται στο φως της δημοσιότητας.
Το 1965, έγινε γνωστό ότι ο παππούς της Ρούλας, Παναγιώτης, σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια τη γιαγιά της, Σωτηρία Πεφάνη!
Όπως διαβάζουμε στο mixanitouxronou.gr το οποίο επικαλείται δημοσιεύματα της εποχής, ο δράστης, παρουσιάστηκε στον εισαγγελέα «απαθής μέχρι αναισθησίας».
Το χρονικό της υπόθεσης
Το ζευγάρι γνωρίστηκε όταν η Σωτηρία Πεφάνη ήταν 15 ετών και Παναγιώτης Πισπιρίγκος 18.
Ο Πισπιρίγκος περιγράφεται από τον Τύπο της εποχής ως άνθρωπος χωρίς σταθερή εργασία και χρήματα. Λόγω αυτής της σχέσης συνελήφθη για αποπλάνηση ανηλίκου και οδηγήθηκε στις φυλακές Πατρών.
Όπως αναφέρει η ίδια πηγή, προκειμένου να αποφύγει πιθανή καταδίκη του στο Κακουργιοδικείο, παντρεύτηκε την ανήλικη Σωτηρία, μέσα στο Τμήμα Μεταγωγών, παρά τις αντιδράσεις των γονιών της. Ο γάμος έγινε στις 27 Φεβρουαρίου 1962.
Παρότι ο γάμος τους ήταν προβληματικός, απέκτησαν ένα παιδί, τον Ανδρέα, πατέρα της σημερινής Ρούλας Πισπιρίγκου. Ο δράστης, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής παρουσιάστηκε στον εισαγγελέα «απαθής μέχρι αναισθησίας».
Το διαζύγιο
Όταν η Σωτηρία του ανακοίνωσε ότι θέλει διαζύγιο, αυτός επέμεινε να την παρενοχλεί και να την παρακολουθεί γιατί πίστευε ότι θα την βρει με άλλον άνδρα. Ακολούθησε δικαστική αντιδικία για μοιχεία και συκοφαντική δυσφήμηση. Μόλις δύο ημέρες μετά την τελευταία δικαστική αντιδικία τους, ο Παναγιώτης της ζήτησε να πάνε κάπου για να μιλήσουν, σε μια νέα προσπάθεια επανασύνδεσης. Ήταν Τετάρτη 21 Ιουλίου 1965. Ο δράστης οδήγησε την εν διαστάσει σύζυγό του σε μια απομονωμένη τοποθεσία στις εγκαταστάσεις Ρέστη στο Ρίο.
Της ζήτησε επίμονα να επανασυνδεθούν και να επιστρέψει στο σπίτι τους. Στην κατάθεσή του ανέφερε: «Την παρακαλούσα θερμά κι εκείνη αρνείτο. Σε μια στιγμή και ενώ καθόμαστε κολλητά κι ακουμπούσε η αριστερή πλάτη στον ώμο της, μου ήρθε σαν τρέλα. Την έριξα κάτω και την έπιασα σφικτά από το λαιμό”. Ο Πισπιρίγκος στη συνέχεια ομολόγησε το έγκλημα: “Την έσφιγγα, την έσφιγγα όλο και πιο δυνατά. Σπαρταρούσε το σώμα της, προσπαθούσε να μου ξεφύγει. Μα εγώ ήμουν πιο δυνατός. Την είχα πια νικήσει».
«Σε λίγο το σώμα της παρέλυσε, η ανάσα της σταμάτησε, τα μάτια της γυάλισαν. Ήταν νεκρή. Τότε κατάλαβα τι είχα κάνει. Μετάνιωσα, την έσυρα μέχρι τις καλαμιές όπως κι όπως και την εγκατέλειψα μέσα στη νύχτα. Μετά έτρεχα σαν τρελός».
Τα ξημερώματα ο δολοφόνος πήγε στο σπίτι του γαμπρού του και στην συνέχεια παραδόθηκε στην αστυνομία. Εκεί ομολόγησε το έγκλημα. Μάλιστα υποστήριξε ότι πριν της επιτεθεί, προηγήθηκε σεξουαλική επαφή με το θύμα, κάτι που δεν επιβεβαιώθηκε από την ιατροδικαστική εξέταση.
«Απαθής μέχρι αναισθησίας» Ο δράστης περιγράφεται από τον τύπο ως “απαθής μέχρι αναισθησίας” και παρότι απειλήθηκε με λιντσάρισμα από τους συγγενείς και φίλους του θύματος παρουσιάστηκε χωρίς “καμία τύψη για το κακούργημά του”.
Την υπόθεση χειρίστηκε ο γνωστός εισαγγελέας Δημήτρης Τσεβάς που του απήγγειλε τις κατηγορίες. Όπως προέκυψε από την ανάκριση, 15 ημέρες πριν τον φόνο, ο Παναγιώτης είχε λάβει ετήσια αναβολή στράτευσης επικαλούμενος «νευροψυχικές διαταραχές».
Τελικά, ο Παναγιώτης Πισπιρίγκος καταδικάστηκε σε ισόβια, αλλά αποφυλακίστηκε 15 χρόνια αργότερα, το 1980, λόγω καλής διαγωγής.
Το μόλις 14 μηνών παιδί τους κατά την εποχή του φόνου, ο Ανδρέας, παντρεύτηκε και όταν έκανε κοριτσάκι, το βάφτισε Ρούλα, ίσως τιμώντας έτσι την δολοφονημένη μητέρα του Σωτηρία (Σωτηρούλα)….
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.