Αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς της Θεσσαλονίκης, οι βίλες στη Βασιλίσσης Όλγας «κουβαλούν» ιστορίες, άλλες γνωστές και άλλες άγνωστες.
Ανάμεσα στις πολυκατοικίες και τον θόρυβο, τα αρχοντικά με τις μεγάλες τους αυλές και την πανέμορφη αρχιτεκτονική δίνουν «ανάσα» στις γειτονιές και όταν το βλέμμα «πέσει» επάνω τους, σε γυρνούν σε μια άλλη εποχή.
Η Λεωφόρος Βασιλίσσης Όλγας μαζί με τη Λεωφόρο Βασιλέως Γεωργίου στις αρχές του 20ού αιώνα αποτελούσαν την περιοχή των Εξοχών. Πρόκειται για την περιοχή έξω από τα τείχη της πόλης, όπου αρχικά υπήρχαν κήποι αλλά και καλλιεργήσιμες εκτάσεις, οι οποίες με την πάροδο των χρόνων άρχισαν να οικοπεδοποιούνται. Στην αρχή τα αρχοντικά που χτίστηκαν ήταν λίγα και η περιοχή έμοιαζε πραγματικά με εξοχή, έξω από το κέντρο της πόλης.
Περνώντας όμως τα χρόνια και με τη θεσμοθέτηση του τραμ το 1892, η περιοχή άρχισε να αναπτύσσεται ταχύτατα. Χτίστηκαν πολυτελείς κατοικίες στις οποίες εγκαταστάθηκαν εύπορες οικογένειες, με πολλά αρχοντικά να αντέχουν στον χρόνο και να παραμένουν στην περιοχή μέχρι και σήμερα ως διατηρητέα.
Το πρώην Ιταλικό Προξενείο
Επιβλητική και αριστοκρατική η βίλα Σαλέμ, ή αλλιώς γνωστή ως το πρώην Ιταλικό Προξενείο, βρίσκεται στην οδό Βασιλίσσης Όλγας 20. To εντυπωσιακό κτήριο κατασκευάστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη το 1878 για τον γαλλικής υπηκοότητας Εβραίο έμπορο Τζεμποργά. Το 1894, πωλήθηκε στον Ισραηλίτη δικηγόρο και εξέχον μέλος της Εβραϊκής Κοινότητας της πόλης, Εμμανουήλ Ραφαήλ Σαλέμ.
Η βίλα άλλαξε πολλές φορές «ένοικους». Το 1915 μισθώνεται στο προξενείο της Αυστροουγγαρίας και μετέπειτα στο προξενείο των Σέρβων. Το 1924 ο Σαλέμ, μόνιμος κάτοικος Παρισιού, το πουλάει στην τότε Βασιλική Ιταλική κυβέρνηση και λειτουργεί ως
Ιταλικό Προξενείο.
Το 1978 γίνεται ο μεγάλος σεισμός στη Θεσσαλονίκη. Το κτήριο «αντέχει» και δεν παθαίνει καμία σημαντική ζημιά. Ωστόσο αποφασίζεται όλες οι λειτουργίες του προξενείου να μεταφερθούν σε νέο κτήριο στη γωνία Βασιλίσσης Όλγας με Φλέμινγκ και η βίλα
εγκαταλείπεται, παρόλο που βρίσκεται σε καλή κατάσταση. Το 1980 το κτήριο ανακηρύσσεται διατηρητέο.
«Ρημάζει» το αρχοντικό
Ο χρόνος δεν ήταν καθόλου «ευγενικός» με τη βίλα, όπως και με τα περισσότερα κτήρια που αφήνονται στην τύχη τους. Η εικόνα εγκατάλειψης είναι εμφανής από την πρώτη ματιά, με το αρχοντικό να μοιάζει «στοιχειωμένο» . Άλλωστε αυτός ήταν και ο λόγος που επιλέχθηκε για την αφίσα της πασίγνωστης αμερικανικής σειράς τρόμου «American Horror Story», το 2014.
Η Βίλα Μορντώχ
Περπατώντας στη Βασιλίσσης Όλγας, στη συμβολή της με την 25 ης Μαρτίου συναντάμε ένα από τα πιο επιβλητικά κτήρια της Θεσσαλονίκης, τη Βίλα Μορντώχ.
Η εντυπωσιακή έπαυλη χτίστηκε το 1905 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη για «χάρη» της κόρης του Λουτφή Μπέη και συζύγου του υπασπιστή του σουλτάνου και διοικητή της περιφέρειας Σκοπίων, Σεϊφουλάχ Πασά. Η έπαυλη αγοράστηκε το 1907 από τα αδέρφια Ισαάκ και Μαρκ Αβραάμ Σαλώμ. Τελικά το 1923 πωλήθηκε στη Νέλλη, σύζυγο του Σαμουήλ Μορντώχ, εξού και το όνομά της.
Η βίλα αποπνέει έναν αέρα αριστοκρατίας και χλιδής, αφού για την κατασκευή της δαπανήθηκαν υπέρογκα ποσά και μέχρι σήμερα είναι από τα λίγα κτήρια που έχουν διατηρηθεί σε τόσο καλή κατάσταση.
Χαρακτηριστικό της αναγνώρισης της ομορφιάς του κτηρίου είναι και η επιγραφή «Masallah» (δηλαδή «Τι ωραίο που είναι» ή «Ό,τι θέλει ο θεός»), στον κεντρικό μαρμάρινο ομφαλό στην πρόσοψη.
Η «ταλαιπωρία» της βίλας
Η βίλα Μορντώχ έχει πλούσια ιστορία με πολλές αναταραχές που ξεκινούν μετά την κατοχή.
Χρησιμοποιήθηκε για τη στέγαση της ΓΚΕΣΤΑΠΟ και έπειτα, με την απελευθέρωση, στο κτήριο έγιναν τα γραφεία του ΕΛΑΣ. Το 1947 επιτάσσεται από την Ελληνική Βασιλική Αεροπορία και παραδίδεται στο Γ’ Σώμα Στρατού. Από το 1955 ως το 1972 το κτήριο λειτουργεί ως πολυϊατρείο του ΙΚΑ, στη συνέχεια εγκαταλείπεται και το 1976 χαρακτηρίζεται διατηρητέο.
Η βίλα φιλοξένησε και τη δημοτική πινακοθήκη Θεσσαλονίκης, ενώ σήμερα στεγάζει τις υπηρεσίες του Ε’ Δημοτικού Διαμερίσματος της Θεσσαλονίκης και τον Οργανισμό Ρυθμιστικού.
Ο Πύργος της Ευτυχίας
Ξεχωριστό κτήριο και διαφορετικό από τα άλλα στην όψη, το Chateau mon Bonheur (ο Πύργος της Ευτυχίας μου), βρίσκεται στην οδό Βασιλίσσης Όλγας 110. Οι χαρακτηριστικοί πύργοι με τα κόκκινα τούβλα κάποτε ήταν ένα πραγματικό αριστούργημα και ιδιαίτερο θέαμα, ωστόσο σήμερα η ομορφιά τους έχει καλυφθεί από τη φύση που οργιάζει, καθώς έχουν αφεθεί στην τύχη τους.
Το ιδιότυπο κτήριο χτίστηκε πριν το 1890, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Φρειδερίκου Σαρνό, για τον Αρμένιο Δειράν Αβδουλλάχ και αργότερα, το 1895, περνά στον μεγαλέμπορο μάλλινων υφασμάτων από τη Σιάτιστα, Δημήτριο Ιωαννίδη (Γιοβάννο) Τσακιρντέκη.
Αποτελείται από δύο κτήρια. Ένα διώροφο σπίτι με έξι δωμάτια και ένα καφενείο με ένα σαλόνι και δωμάτια. Ακριβώς δίπλα βρίσκεται η μεγαλοπρεπής έπαυλη Αχμέτ Καπαντζή.
Οι πύργοι χρησιμοποιήθηκαν ως οικοτροφείο από τα εκπαιδευτήρια Σχοινά, ενώ φιλοξένησαν και πρόσφυγες μέχρι τον σεισμό του 1978. Το 1984 το Chateau mon Bonheur χαρακτηρίστηκε διατηρητέο ως αξιόλογο δείγμα εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής, ωστόσο σήμερα η εικόνα του είναι θλιβερή και δεν θυμίζει σε τίποτα την αρχική επιβλητική του μορφή.
Η γειτονική βίλα Καπαντζή
Αντιφατική η εικόνα των εγκαταλελειμμένων πύργων και η καλοδιατηρημένη γειτονική βίλα Καπαντζή, η οποία στεγάζει σήμερα το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ).
Το κτήριο αποτελείται από το κυρίως μέρος της βίλας, το οποίο διαθέτει ημιυπόγειο, υπερυψωμένο ισόγειο, όροφο και σοφίτα, και το δεύτερο μέρος που είναι ο πύργος.
Χτίστηκε πριν το 1895, σε σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα Πιέτρο Αρριγκόνι, για τον έμπορο, βιομήχανο και τραπεζίτη Μεχμέτ Καπαντζή. Η οικογένεια έμεινε στη μεγαλοπρεπή βίλα μέχρι την ανταλλαγή πληθυσμών. Από αυτό το σημείο και μετά η βίλα είχε πλήθος «φιλοξενούμενων», από τον πρίγκιπα Νικόλαο και τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο έως τις προσφυγικές οικογένειες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και σχολεία και εκπαιδευτήρια.
Η Βίλα Καπαντζή πέρασε στα χέρια της Εθνικής Τράπεζας το 1928. Από το 1982 έως το 1989 πραγματοποιήθηκαν εργασίες αποκατάστασης στη βίλα, η οποία σήμερα στεγάζει το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
Η οικία Οσμάν Αλή Μπέη
Πολυτελής κατοικία, εκλεκτικιστικού κυρίως ρυθμού, η οικία Οσμάν Αλή Μπέη, γνωστή και ως το πρώην ορφανοτροφείο «Μέλισσα», είναι ένα από τα παλαιότερα κτήρια των Εξοχών που διασώζονται στη Θεσσαλονίκη.
Το εντυπωσιακό κτήριο βρίσκεται επί της οδού Βασιλίσσης Όλγας 36. Πρόκειται για μια διώροφη κατοικία με ημιυπόγειο. Χαρακτηριστικά της είναι η απόλυτη συμμετρία της καθώς και οι επιβλητικές σκάλες και στις δύο εισόδους της, ενώ τα ανάγλυφα διακοσμητικά στοιχεία ολοκληρώνουν τον πολυτελή χαρακτήρα της.
Σε αντίθεση με άλλα κτήρια που συναντάμε στην περιοχή των Εξοχών, στη Βασιλίσσης Όλγας, η οικία Οσμάν Αλή Μπέη δεν έχει εγκαταλειφθεί και μέχρι σήμερα αξιοποιείται. Χτίστηκε το 1898 για τον Τούρκο έμπορο Οσμάν Αλή Μπέη και δέκα χρόνια αργότερα, το 1908, αγοράστηκε από τον Αθανάς Σοπώφ, εμπορικό ακόλουθο της Βουλγαρίας. Το κτήριο αξιοποιήθηκε κατά τον Παγκόσμιο πόλεμο από το Βουλγαρικό κράτος και το 1915 καταλείφθηκε από τους Γάλλους.
Το πρώην ορφανοτροφείο «Μέλισσα»
Μετά την καταστροφή της Σμύρνης και μέχρι το 1977 το κτήριο μετατράπηκε σε ορφανοτροφείο, το οποίο έφερε το όνομα «Η Μέλισσα». Το ίδρυμα λειτουργεί μέχρι και σήμερα και πλέον φιλοξενεί κορίτσια σε ένα από τα ακίνητά του στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης, ενώ στη βίλα στεγάζεται το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Φωτογραφίες : Στέφανος Πασβάντης