Την ιστορία του Ιάκωβου Στρούμσα, του Θεσσαλονικιού Εβραίου που έζησε τον εφιάλτη των στρατοπέδων συγκέντρωσης, λίγοι την γνωρίζουν. Ακόμα λιγότεροι γνωρίζουν ότι ήταν αναγκασμένος να παίζει βιολί στην ορχήστρα που οι Ναζί δημιούργησαν για να οδηγούν «μετά μουσικής» στα κρεματόρια θανάτου τους εκτοπισμένους απ όλη την Ευρώπη.
Ο Στρούμσα επιβίωσε από την φρίκη του ολοκαυτώματος παίζοντας βιολί υπό την απειλή του όπλου και περιγράφει στο βιβλίο του με τίτλο «Διάλεξα την ζωή…. Από τη Θεσσαλονίκη στο Άουσβιτς», εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1997, την οδυνηρή πορεία από την Θεσσαλονίκη ως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Μερικά χρόνια αργότερα, ο Λέοναρντ Κοέν επηρεασμένος από τις ιστορίες που άκουσε των ανθρώπων που επέζησαν της ασύλληπτης τραγωδίας, έγραψε το τραγούδι “Dance me to the end of love”, για να ξορκίσει τον θάνατο όσων έζησαν την φρίκη στα κρεματόρια των Ναζί.
Ο Ιάκωβος (Ζακ)Στρούμσα γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1913 και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Αβραάμ Στρούμσα, δάσκαλος στην εβραϊκή σχολή «Άλτσεχ». Μεγάλωσε στην γειτονιά του Γενί Τζαμί και σπούδασε βιολί στο ωδείο Γραικός (Τα πρώτο ιδιωτικό ωδείο της Θεσσαλονίκης που ιδρύθηκε το 1911). Πολύ γρήγορα έφυγε στη Γαλλία για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Σχολή Μηχανικών της Μασσαλίας αλλά και τις σπουδές του στο βιολί. Λίγο καιρό μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ξεσπά ο ελληνοιταλικόςπόλεμος και πολεμά στο Αλβανικό μέτωπο. Η γνωριμία του,πριν τον πόλεμο, με την μετέπειτα σύζυγό του Νόρα ήταν αυτή που του έδωσε δύναμη να ανταπεξέλθει στις σκληρές και δύσκολες συνθήκες του πολέμου.
Στο οικογενειακό σπίτι, δίπλα στο Αρχαιολογικό Μουσείο (ΠρωηνΓενί Τζαμί). Από αριστερά προς τα δεξιά: η Τζούλια, η μητέρα, ο Γκυ, η Μπέλλα, ο πατέρας καιο Ζακ με στολή στρατιώτη. 1936-1937
Κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί αυτό που θα ακολουθούσε. Περισσότεροι από 50.000 εβραίοι της Θεσσαλονίκης αναγκάζονται να εκτοπιστούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και να ακολουθήσουν τον δρόμο δίχως γυρισμό, μαζί και η οικογένεια του Ιάκωβου Στρούμσα, του βιολιστή του Μπίρκενάου – ‘Αουσβιτς. Ο ίδιος περιγράφει στο βιβλίο του: «Όλοι με τον θάνατο στην καρδιά, άρχισαν να ετοιμάζονται για το ταξίδι στην Κρακοβία. Έδωσαν στον καθένα μια επιταγή εξακοσίων ζλότυ, υπογεγραμμένη από την Γκεστάπο ….η φάρσα συνεχιζόταν, λοιπόν, μέχρι την τελευταία στιγμή… Η οικογένεια μου κι εγώ φύγαμε με την 16η αποστολή (29 Απριλίου 1943), που την αποτελούσαν 2.500 άτομα. Από αυτό το σύνολο, 568 άνδρες και 247 γυναίκες έλαβαν αριθμό μητρώου, δηλαδή 815 άτομα συνολικά. Οι υπόλοιποι, δηλαδή 1685 άτομα, εξαφανίστηκαν αμέσως κατά την άφιξη τους, στους θαλάμους αερίων και στα κρεματόρια».
Στο Αουσβιτς 1991
Η άφιξη στο Μπίρκεναου έγινε στις 8 Μαΐου 1943 και πλέον ο Στρούμσα φέρει στο αριστερό του χέρι τατουάζ με τον αριθμό 121.097. Μόλις έφτασαν στο στρατόπεδο, όπως περιγράφει ο ίδιος στο βιβλίο του, έγινε selection, δηλαδή τον χώρισαν από την οικογένειά του και την γυναίκα του Νόρα που ήταν ήδη 8 μηνών έγκυος.
Μέσα στον παραλογισμό και την φρίκη του στρατοπέδου συγκέντρωσης δεν έλειπε και η μουσική. Οι SS φρόντισαν να δημιουργήσουν μια ορχήστρα που αποτελούνταν από μουσικούς οιοποίοι έπαιζαν καταναγκαστικά κλασσικά μουσικά έργα την ώρα που οδηγούσαν τους αιχμαλώτους στον θάνατο, στους θαλάμους αερίων και στα κρεματόρια. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Στρούμσα ο οποίος έγινε το πρώτο βιολί της ορχήστρας. Ο αρχηγός του μπλοκ, πρώην κατάδικος στην Γερμανία, πρώτα τον δοκίμασε να δει πως παίζει. «Άκου, το παίξιμο σού είναι πολύ καλό. Ξέρω τι σου λέω, γιατί είμαι πιανίστας. Εκτός αυτού είσαι μηχανικός και μιλάς καλά Γερμανικά. Ελπίζω ότι δεν θα πεθάνεις εδώ μέσα».
«Έτσι για ένα ολόκληρο μήνα, εκτέλεσα τα χρέη του πρώτου σόλο-βιολί στην ορχήστρα του Μπιρκενάου…». Η δουλειά της ορχήστρας ήταν κάθε μέρα να παίζει για ώρες την ώρα που οι όμηροι –αιχμάλωτοι οδηγούνταν στα κρεματόρια. «Μόλις ακουγόταν ένα σφύριγμα, η ορχήστρα υπό την διεύθυνση του μαέστρου, άρχισε να παίζει, ενώ η παράταξη των αιχμαλώτων – σκλάβων άρχιζε. Ακουγόταν μια φωνή: “Mutzenab”, και κάθε φάλαγγα που την αποτελούσαν εκατό σκλάβοι χαιρετούσε βγάζοντας τον σκούφο… Αυτό μπορούσε να κρατήσει μέχρι και δύο ώρες ή και περισσότερο, μέσα στο κρύο και την βροχή…. Και δεν σταματούσε παρά μόνο ότανδινόταν η σχετική διαταγή, όταν δηλαδή οι όμηροι, μετρημένοι με απόλυτη ακρίβεια, είχαν βγει όλοι από το στρατόπεδο». Ο Στρούμσα κατάφερε να επιβιώσει στο Μπίκερναου χάρη στην αγάπη του για την μουσική, χάρη στο βιολί.
Ο Στρούμσα μπροστά στην είσοδο του διπλού ηλεκτροφόρου φράκτη στο Αουσβιτς
Μετά από ένα μήνα μεταφέρθηκε στο Άουσβιτς όπου εκεί εκτελούσε χρέη μηχανικού σε εργοστάσιο που κατασκεύαζε χειροβομβίδες και κατάφερε να σωθεί από την κτηνωδία δύο χρόνια αργότερα. Άντεξε την φυλακή του Μπουκνερ και αντιμετώπισε την πορεία θανάτου από το Άουσβιτς στο Μαουτχάουζεν ώσπου ήρθε η απελευθέρωση 8 Μάιου 1945.
Ο Ζακ Στρούμσα έχασε στα κρεματόρια όλη την οικογένεια του, τους συγγενείς του και τους φίλους του. «Σκότωσαν την γυναίκα μου, έγκυο στον όγδοο μήνα, η μητέρα της, ο πατέρας της, η μητέρα μου, ο πατέρα μου, δολοφονήθηκαν με γκάζι μόλις φτάσαμε και έπειτα τους κάψανε στους φούρνους…». Ο αδερφός του Γκυγιώμ αρρώστησε και πέθανε στο Μπίρκενάου, την αδερφή του Μπέλλα κατάφερε να την δει μόνο μια φορά κατά την διάρκεια της κράτησής τους στο Άουσβιτς, η αδερφή του Ζυλί (Τζούλια), δύο χρόνια μικρότερη, έπαιζε και αυτή βιολί και έγινε βιολονίστρια στην ορχήστρα του Μπίρκεναου στο στρατόπεδο των γυναικών. Πέθανε μερικές μέρες μετά την απελευθέρωση από τύφο.
Η αδερφή του Στρούμσα, Τζούλια στην Θεσσαλονίκη το 1937
«Μετά την άφιξή μας στο στρατόπεδο και την εξαφάνιση της γυναίκας μου και των γονιών μου, η μουσική ήταν αυτή που με βοήθησε να μην βουλιάξω στην απελπισία. Γιατί ένας άνθρωπος απελπισμένος είναι ήδη ένας άνθρωπος νεκρός…», θα γράψει αργότερα στο βιβλίο του «Διάλεξα την ζωή».
Ο Ιάκωβος Στρούμσα βρήκε την δύναμη, αγάπησε ξανά και παντρεύτηκε την Λώρα, μια εβραία από την Αθήνα που επέζησε και εκείνη του ολοκαυτώματος. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 μετακόμισε με την οικογένειά του στο Ισραήλ και έκτοτε δεν σταμάτησε να ταξιδεύει και να μιλάει για την φρίκη που έζησε στα στρατόπεδα θανάτου. «Ένας από τους λόγους που μας έδιναν δύναμη να κρατηθούμε ζωντανοί στο Άουσβιτς, ήταν για να μπορέσουμε να πούμε στον πολιτισμένο κόσμο τι ήταν το Άουσβιτς. Ο κόσμος δύσκολα θα μπορούσε να το πιστέψει, δεν θα μπορούσε να φανταστεί μια παρόμοια καταστροφή, τόσο συστηματική, τόσο άδικη».
Ζακ Στρούμσα, Παρίσι, Αυγουστος 1945
Ο Λέοναρντ Κοέν, το 1984 έγραψε το τραγούδι «Dance me to the end of love» για να ξορκίσει τον θάνατο όσων έζησαν την φρίκη στα κρεματόρια των Ναζί. Δεν είναι ένα ερωτικό τραγούδι αλλά ένας ύμνος σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που βίωσαν την κτηνωδία και τα βασανιστήρια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ιστορία του Ιάκωβου Στρούμσα έγινε ντοκιμαντέρ από δύο μαθητές της Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο του μαθητικού διαγωνισμού δημιουργίας ταινίας μικρού μήκους που διοργανώνει το Υπουργείο Παιδείας με θέμα «Το Ολοκαύτωμα και οι Έλληνες Εβραίοι» για το σχολικό έτος 2019-2020.Οι μαθητές του Μουσικού Σχολείου Θεσσαλονίκης, Αναστασία Ρότσκου και Θεόδωρος Τσικαντέρης, με υπεύθυνη καθηγήτρια την Ευαγγελία Μητσοπούλου, δημιούργησαν μια ταινία μικρού μήκους με τίτλο « Το φλεγόμενο βιολί. Ζακ Στρούμσα». «Διαβάσαμε για την ζωή του Ιάκωβου Στρούμσα και τι ακριβώς συνέβη στα στρατόπεδα συγκέντρωσης όσο ο ίδιος ήταν εκεί και με βάση την μουσική βρήκαμε διάφορα κομμάτια που εμπνευστήκανε από τον ίδιο και πως τον βοήθησε η μουσική στο να επιβιώσει» περιγράφει η Αναστασία Ρότσκου.
Η μουσική που ακούγεται στο ντοκιμαντέρ είναι του Αθανάσιου Παπαδημητρίου, απόφοιτος Μ.Σ.Θ. Την πρωτότυπη σύνθεση για την μνήμη του Ολοκαυτώματος «TelAviv» για βιολί και πιάνο υπογράφουν οι Ελισάβετ Τσικαντέρη στο βιολί και Αθανάσιος Παπαδημητρίου στο πιάνο. Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού αναμένεται να ανακοινωθούν μέσα στον Μάρτιο 2020.
Οι πληροφορίες και το φωτογραφικό υλικό προέρχονται από το βιβλίο του Ιάκωβου Στρούμσα «Διάλεξα την ζωή…. Από τη Θεσσαλονίκη στο Άουσβιτς», εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1997.
Comments are closed.