Από τη έρευνα που διενεργήθηκε, σύμφωνα με ανακοίνωση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίας Αδειλίνη, “συνάγεται αναντίλεκτα ότι δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή με το κατασκοπευτικό λογισμικό predator ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο λογισμικό κρατικής υπηρεσίας και δη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), της Αντιτρομοκρατικής (Δ.Α.Ε.Ε.Β.) και γενικότερα της ΕΛΑΣ (υπουργείο Προστασίας του Πολίτη) ή οποιουδήποτε κρατικού λειτουργού”.
Αντίθετα, προέκυψαν “επαρκείς ενδείξεις” στο στάδιο αυτό για την κίνηση ποινικής δίωξης σε βάρος ορισμένων (σ.σ.: τεσσάρων) νομίμων εκπροσώπων και πραγματικών ιδιοκτητών εταιρειών, για αξιόποινες πράξεις, όπως της παραβίασης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας κλπ., οι οποίες είναι σε βαθμό πλημμελήματος. Οι ιδιώτες αυτοί θα οδηγηθούν σε δίκη.
Επίσης, τηρήθηκε απαρέγκλιτα η διαδικασία που προβλέπεται από το νόμο για τις παρακολουθήσεις από την ΕΥΠ.
“Από την πρώτη στιγμή είπαμε ότι αναμένουμε τις αποφάσεις τις Δικαιοσύνης, κάτι που αποτελεί πάγια θέση της Κυβέρνησης.
Η Δικαιοσύνη μίλησε και παρουσίασε το ενδελεχές και εμπεριστατωμένο αποτέλεσμα της έρευνάς της.
Κατά το σκέλος της υπόθεσης που ακόμα εκκρεμεί στη Δικαιοσύνη, επαναλαμβάνουμε την ανωτέρω πάγια θέση μας περί εμπιστοσύνης στις ανεξάρτητες δικαστικές αρχές.
Αναμένουμε με ενδιαφέρον τις απόψεις όλων όσοι είχαν σπεύσει να καταδικάσουν υπηρεσιακούς και πολιτικούς παράγοντες πριν την κρίση της Δικαιοσύνης” επισήμαναν πηγές της κυβέρνησης.