THESS-SKG STORIES
….Ιδίως αυτές τις μέρες, που οι μυρωδιές και τα αρώματα της Πλατείας Αριστοτέλους είναι χαρτογραφημένα και περασμένα στο DNA της μνήμης του Σαλονικιού. Ε, χειμώνας χωρίς το άρωμα που ψημένου κάστανου να σε τραβάει από τη μύτη από τη γωνιά του δρόμου δεν γίνεται.
Ακόμα και να μην τα λιμπιστείς, ακόμα και αν δεν μπεις στον πειρασμό να πάρεις ένα χωνάκι , η μυρωδιά τους θα σε ζεστάνει. Θα γεμίσει το μέσα σου. Θα ‘ρθει και θα ακουμπήσει σαν μάλλινο φανελάκι πάνω στο σώμα, για να ανεβάσει τη θερμοκρασία. Ιδίως κάτι ανήλιαγα πρωινά, κάτι συννεφιασμένα μεσημέρια που το κρύο… δεν χαρίζει κάστανα.
Ο καστανάς της Πλατείας Αριστοτέλους, σαν πρωταγωνιστής βγαλμένος από μία ασπρόμαυρη ταινία, είναι η φιγούρα που συμπληρώνει το πέρασμα του διαβάτη από τους κεντρικούς δρόμους της Θεσσαλονίκης. Ανάμεσα στα σύγχρονα καταστήματα, τους πολύβουους δρόμους, κλέβει ψήγματα νοσταλγίας και παιδικότητας και μοιράζει αναμνήσεις .
Το σκηνικό στήνεται αρχές του φθινοπώρου και μέχρι να κλείσει ο χειμώνας, τα «κασταναϊκά κάρυα» σιγοψήνονται στη φουφού και σκορπίζουν το άρωμά τους στους δρόμους, τρυπώνουν στα στενά και ανάμεσα από τους βιαστικούς διαβάτες. Η προκλητική μυρωδιά τους στήνει εμπόδια στη βιασύνη και στο άγχος της μεγαλούπολης.
Σ’ όλους αυτούς που δεν έχουν χρόνο, που βιάζονται να τελειώσουν τις δουλειές τους και τις υποχρεώσεις και είναι σαν να τους φωνάζουν: «Εεεεε ! Η ζωή έχει ομορφιές απλές, αόρατες και αθόρυβες. Με ταχύτητες μεγάλες όμως, δεν θα προλάβεις να τις απολαύσεις».
Στη δεκαετία του ‘50 ο καστανάς ήταν ένας από τους πιο καλοπληρωμένους πλανόδιους πωλητές και ο ανταγωνισμός ήταν πολύ μεγάλος. Οι περισσότεροι ανέβαιναν να πουλήσουν την πραμάτεια τους από Φάρσαλα, Λάρισα, Τρίκαλα και Καρδίτσα και για να έχουν το δικαίωμα αυτό, έπρεπε να βγάλουν άδεια μικροπωλητή, η οποία κόστιζε ακριβά . Για το ψήσιμο χρειάζονταν 3 με 4 οκάδες άγρια κάρβουνα.
Στο κέντρο της πόλης οι τζίροι ήταν μεγάλοι, αλλά υπήρχαν και οι μικροπωλητές που γυρνούσαν στις φτωχογειτονιές και πουλούσαν στο ζεμπίλι βραστά ή ψητά κάστανα. Οι καστανάδες του κέντρου είχαν και δεύτερους, αθέατους και μη καταγεγραμμένους ρόλους . Η μόνιμη παρουσία τους σε συγκεκριμένα στρατηγικά σημεία με την πάροδο του χρόνου γινόταν ένα μέρος του κάδρου και περνούσαν απαρατήρητοι. Αυτό τους έδινε τη δυνατότητα να παρακολουθούν, να παρατηρούν και να συγκεντρώνουν πληροφορίες που ποτέ δεν ξέρεις πού θα μπορούσαν να σου χρειαστούν σ’ αυτή τη ζωή…
Τα χρόνια κύλησαν και οι καστανάδες μειώθηκαν… Δεν εξαφανίστηκαν όμως. Τους συναντάς Πλατεία Αριστοτέλους, Τσιμισκή, Ίωνος Δραγούμη, Βενιζέλου, αλλά και πιο πάνω, στις γωνίες της Ερμού. Εκεί που ο κόσμος μαζεύεται μιλιούνια, εκεί που το πλήθος θα τσιμπήσει το δόλωμα της μυρωδιάς και θα σταματήσει, εκεί που ο πειρασμός ίπταται στον αέρα. Θα σταματήσεις, θα τα ζητήσεις και ο καστανάς θα τα ακουμπήσει στη χούφτα σου. Έτσι περνάει η ζεστασιά μέσα σου. Έτσι πλημμυρίζει εικόνες το μυαλό σου. Εικόνες μιας άλλης εποχής, πιο αθώας, πιο καθαρής και σίγουρα πιο αργής .
Μακριά από το κυνήγι του χρόνου και χωρίς να κοιτάς το ρολόι για να περάσει κι αυτή η μέρα. Έτσι νιώθεις το ρίγος να σε διαπερνάει κάτι κρύες μέρες και να φρενάρει σ’ ένα χωνάκι με νόστιμα, ζεστά, καλοψημένα κάστανα, που έχει σκάσει η φλούδα τους και σε προκαλούν να τα γευτείς και να γυρίσεις το ρολόι του χρόνου πίσω . Τότε που όλα ήταν πιο ανώδυνα, πιο ανέμελα και σίγουρα πιο ουσιαστικά! «Εδώ τα καλά κάστανα!!!!» Ποιος θα τα βγάλει άραγε απ’ τη φωτιά;
Από το φύλλο της THESSNEWS #83 (09/12/2017-10/12/2017)