Οι ανακοινώσεις για το ύψος του πληθωρισμού και την ακρίβεια σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της αγοράς επιβεβαιώνουν πως έχει ενσκήψει πλέον ένα “κύμα” ροκανίσματος του διαθέσιμου εισοδήματος και προφανώς οι πιο αδύναμοι είναι στην πιο μειονεκτική θέση.
Η όποια επιδοματική πολιτική εφαρμοστεί από την κυβέρνηση μπορεί να είναι επιθυμητή, αλλά λειτουργεί πρόσκαιρα και αποτελεί “τσιρότο”.
Η ελληνική οικονομία έχει ακόμη πολλά δομικά προβλήματα, κάποια από τα οποία δημιουργούνται από τις εξαρτήσεις της ίδιας της χώρας.
Η Νο. 1 εξάρτηση της Ελλάδας είναι η ενεργειακή.
Δυστυχώς η χώρα έχοντας αποφασίσει να προχωρήσει σε απολιγνιτοποίηση, εξαρτάται πλέον σε μεγάλο βαθμό από το εισαγόμενο πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Και βέβαια από τη διακύμανση των τιμών τους σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τα υδροηλεκτρικά και οι ΑΠΕ ακόμη δεν μπορούν να σώσουν την παρτίδα, παρά μόνο να προσφέρουν κάποια “ανακούφιση” από το άγος της μεγάλης αύξησης της ενέργειας.
Σε όλη αυτή την κατάσταση τα χαμηλότερα εισοδήματα έχουν και το πιο μεγάλο πρόβλημα. Θα αθετήσουν υποχρεώσεις τους, θα μειώσουν όσο μπορούν την καταναλωτική δαπάνη και μοιραία θα δημιουργήσουν νέα χρέη.
Τα υψηλότερα εισοδήματα και ιδιαίτερα όσα δεν έχουν τοποθετήσει τον πλούτο τους σε καταθέσεις βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα και μπορούν να αποσβέσουν πιο αποτελεσματικά τις συνέπειες του πληθωρισμού.
Η δημιουργία νέων χρεών είναι σχεδόν δεδομένη.
Η μικρομεσαία επιχείρηση θα αποτύχει να πληρώσει φόρους και εισφορές γιατί θα βάλει ως προτεραιότητα το να έχει ηλεκτρικό ρεύμα.
Το νοικοκυριό δεν θα καταβάλει την δόση του δανείου γιατί θα επιλέξει να πληρώσει το φυσικό αέριο για να θερμανθεί.
Όλη αυτή η κατάσταση αποτελεί επί της ουσίας μία επώδυνη συνέχεια της οικονομικής καταστροφής της δεκαετίας των τριών μνημονίων.
Καλός είναι ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης, η προσέλκυση επενδύσεων, η αύξηση των εξαγωγών και η διαφαινόμενη εξαιρετική πορεία του τουρισμού.
Όμως όλο αυτό το “μέρισμα” χρειάζεται να επιστραφεί κατά ένα μέρος στην κοινωνία για να μην υπάρξουν νέες αποκλίσεις και φτωχοποίηση.