Οι αριθμοί πάντα είναι αμείλικτοι και περιγράφουν ανάγλυφα μία κατάσταση.
Η Ελλάδα το 2017 σύμφωνα με τα ευρήματα της ετήσιας έκθεσης της Εrnst &Υoung, “European attractiveness survey”, κατόρθωσε να προσελκύσει 24 άμεσες ξένες επενδύσεις, έναντι 13 το προηγούμενο έτος, ενώ δημιουργήθηκαν 1.194 νέες θέσεις εργασίας.
Οι κλάδοι που προσέλκυσαν τις περισσότερες άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα είναι η αγροτική παραγωγή και τα τρόφιμα (7), οι επαγγελματικές υπηρεσίες (4), οι μεταφορές και τα logistics (3) και η ψηφιακή τεχνολογία (3).
Είναι τα παραπάνω επενδυτικά μεγέθη για το 2017 ικανοποιητικά;
Εξαρτάται με τι τα συγκρίνεις. Εάν η αντιπαραβολή γίνεται με το 2016, είναι καλύτερα. Εάν όμως τα τοποθετείς δίπλα στην ανάγκη της χώρας για μεγάλη εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων και δημιουργία θέσεων εργασίας, τότε είναι μία «σταγόνα στον ωκεανό».
Δυστυχώς οι επιδόσεις της χώρας στην προσέλκυση επενδύσεων είναι πενιχρές και η ευθύνη δεν βαραίνει την κυβέρνηση ή τις κυβερνήσεις των πολλών τελευταίων ετών.
Η ευθύνη βαραίνει συνολικά όλη τη χώρα και τους πολίτες της, οι οποίοι κακόμαθαν, επαναπαύτηκαν, εφησύχασαν και εν τέλει αδράνησαν μπροστά στην ανάγκη να προχωρήσει μπροστά η χώρα με ιδιωτικές επενδύσεις, σε σύγκριση με τον γιγαντισμό, την ασχετοσύνη και καταληκτικά την αποτυχία του ελληνικού δημοσίου.
Είναι ελάχιστοι οι πολιτικοί που βγαίνουν με παρρησία να πουν πως χρειαζόμαστε πολλές νέες βιομηχανικές επενδύσεις, οι οποίες προφανώς ως έναν βαθμό και ρυπαίνουν και προκαλούν υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
Τίποτε δεν είναι αθώο περιβαλλοντικά και το δήθεν «καθαρό» rooms to let στην ακροθαλασσιά με τον μη στεγανό βόθρο βρομίζει απίστευτα τον υδροφόρο ορίζοντα και τη θάλασσα.
Όμως χωρίς μεγάλες βιομηχανικές επενδύσεις η χώρα δεν πρόκειται ποτέ να ανακάμψει ουσιαστικά.
Μόνο αυτές οι επενδύσεις δημιουργούν πολλές θέσεις εργασίας, πολλά φορολογικά έσοδα και λειτουργούν ως «μαγνήτης» και για άλλους επίδοξους επενδυτές.