Η Ντόρα Μπακογιάννη, μίλησε το βράδυ της Δευτέρας στην εκπομπή “Στιγμές”.
Για τη στιγμή που βρέθηκε τυχαία στον ίδιο χώρο με τον Δημήτρη Κουφοντίνα πριν τη σύλληψή του, χωρίς να γνωρίζει ότι αυτός ήταν μέλος της «17 Νοέμβρη», είπε: «Είχαμε πάει σε ένα εστιατόριο. Τα εστιατόρια στο Καρπενήσι είναι 5 τραπέζια. Τώρα, όταν έμπαινα εγώ, χαιρετούσα το πρώτο τραπέζι, δεύτερο τραπέζι, τώρα τι είναι; Τι είναι ο κάβουρας είναι το ζουμί του; Και ήταν ένα τραπέζι στη μέση, το οποίο μας κοίταζε μουγκό και με ένα περίεργο βλέμμα. Ο Κουφοντίνας έχει κάτι μάτια πάρα πολύ έντονα. Θυμάμαι, ήμουν με τον Ισίδωρο και καθόμασταν απέναντι ακριβώς. Και μου λέει: “Βλέπεις αυτόν τον άνθρωπο απέναντι;” Λέω: “Τον βλέπω.” Μου λέει: “Δεν μας πάει καθόλου.” Και μείναμε εκεί. Πού να φανταστούμε ότι δύο χρόνια μετά ο άνθρωπος αυτός θα ήταν ο Κουφοντίνας»
Χαρακτήρισε ως «εξαιρετικά δύσκολη» την στιγμή της απόπειρας δολοφονίας σε βάρος της το 2002 μετά τις δημοτικές εκλογές: «Περνάει η σφαίρα μέσα από το αυτοκίνητο, έχω σκύψει για να πάρω την τσάντα μου, βλέπω τη σφαίρα, περνάει τον λαιμό του Γιώργου και πάει απέναντι στις στήλες του Ολυμπίου Διός. Για ένα μεγάλο διάστημα δεν καταλάβαινα τι έγινε, στην αρχη νόμιζα ότι ανατινάχθηκε το κινητό» περιέγραψε πώς βίωσε την επίθεση σε βάρος της.
«Μέχρι να πάω στο γραφείο α νπαρω τα παιδιά μου, παίρνω τον πατέρα μου και του λεώ “είμαι καλά” και η απάντηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ήταν “αποκλείεται, δεν σκοτώνουν γυναίκες”. Είχε μια άρνηση. Πέρασα μια φάση που δεν ήξερα αν ήθελα να συνεχίσω. Εκεί έγινα αποδέκτης μεγάλου κύματος αγάπης».
Μιλώντας για τον πατέρα της, η Ντόρα Μπακογιάννη είπε ότι «ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του. Το 1993 έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια να μην καταλήξει η Ελλάδα στο ΔΝΤ. Ηξερε πολύ καλά οικονομικά και γι αυτό ήταν πολλές φορές δυσάρεστος. Του έλεγα την περίοδο της διακυβέρνησης Καραμνλή μην ξεκινήσει ξανά την καταστροφή. Ο Μητσοτάκης ήταν να σκάσει όταν μπήκαμε στο ΔΝΤ και έπαιζαν τα κανάλια τη δήλωσή του προς τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο πατέρας μου ήταν ένας ευλογημένος άνθρωπος. Έφτασε σχεδόν τα 100, έζησε δικαίως τη ζωή του, έζησε μια αναγνώριση σημαντική, είχε τα παιδιά του γύρω του, δεν ήθελε να πάει άλλο. Έφυγε με την απόλυτη ηρεμία του ανθρώπου που λέει ό,τι μπορούσα έκανα»
Comments are closed.