Η ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΗ ΓΙΩΤΑ ΝΕΓΚΑ ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΣΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΖΩΗ
Σημασία πολλές φορές δεν έχει ο προορισμός αλλά το ταξίδι. Η Γιώτα Νέγκα το ξέρει καλύτερα απ’ όλους. Τραγουδάει για την ψυχή την δική της και των άλλων. Τα τραγούδια που λέει τα παίρνεις αγκαλιά, με τα μάτια κλειστά…
Έχεις μια μελωδικότητα περίεργη…
Η φωνή είναι όπως οι άνθρωποι. Με στιγμές. Θυμώνουμε, γκρινιάζουμε, βαριόμαστε. Όλα τα συναισθήματα περνούν μέσα από την φωνή.
Βάλε ένα χρώμα στη φωνή σου.
Μόνο ένα πρέπει; Μωβ, θα έλεγα τότε. Αλλά έχω και κόκκινες στιγμές. Και γκρίζες. Αλλά κυρίως μωβ.
Πάντα στο λαϊκό ήσουν;
Όχι! Να φανταστείς όταν ξεκίνησα προσπαθούσα να μην τραγουδάω λαϊκά κομμάτια. Φοβόμουν ότι θα εγκλωβιστώ. Όλοι ήθελαν να ακούν από μένα μόνο λαϊκά τραγούδια και τίποτα άλλο. Στην πορεία ανακάλυψα ότι όταν δεν τραγουδούσα μου έλειπε το λαϊκό. Βέβαια, όταν δεν τραγουδούσα ροκ ή έντεχνο πάλι μου έλειπε. Οπότε, κάπου εκεί κατέληξα ότι δεν θέλω να είμαι ένα πράγμα. Όπως δεν θέλω να έχω ένα συναίσθημα και να μπορώ να λέω τα πάντα. Πάντως, είμαι λαϊκή γέννα, λαϊκός τρόπος, λαϊκός κώδικας. Είναι μια αλήθεια, την οποία αποδέχομαι. Όμως, δεν θέλω να εγκλωβιστώ. Δεν μου αρέσουν τα τείχη.
Για πήγαινε λίγο πίσω…
Όλα από μόνα τους. Σα να με διάλεξε. Όλοι τραγουδούσαν σπίτι. Γλέντια τρελά, έπαιζε μπουζούκι ο μπαμπάς. Όταν έγινα 8, ετοίμαζα ρεπερτόριο! Έγραφα τι τραγούδια ήξερα. Ήταν ισότιμο με το παιχνίδι μου σε εκείνη την ηλικία. Άφηνα το παιχνίδι για να πάω να τραγουδήσω ή να ακούσω τον πατέρα μου να παίζει μπουζούκι. Δεν το διάλεξα συνειδητά, ήρθε μόνο του στην ζωή μου.
Και η ευκαιρία;
Ένα βράδυ έχουμε πάει σ’ ένα μαγαζί να ακούσουμε τον Μανόλη τον Καραντίνη. Πιτσιρικάς τότε κι αυτός, εγώ πήγαινα ακόμη σχολείο. Τους λέω ‘θέλω να τραγουδήσω’. Ανέβηκα, τραγούδησα και το ένα έφερε το άλλο. Οι σπουδές ήρθαν αργότερα. Τότε δεν είχε περάσει από το μυαλό κανενός ότι αυτό που αγαπώ, μπορώ να το σπουδάσω. Αλλά δόξα τω Θεώ ήρθαν κι αυτές.
Ήταν άλλες εποχές, βέβαια.
Δεν ήταν έτσι ακριβώς. Έβλεπαν ότι μου αρέσει το τραγούδι, ότι το παρακολουθώ. Από 12 χρονών έκανα δεύτερες φωνές. Δεν τους πέρασε απλά από το μυαλό. Η μαμά μου ακόμη το λέει. ‘Πως δεν σε στείλαμε σ’ ένα ωδείο, τώρα θα ήξερες 50 όργανα να παίζεις…’.
Ήθελαν, όμως, οι γονείς σου. Συνήθως δεν το θέλουν.
Ο πατέρας μου ναι. Ίσως ήθελε και ο ίδιος να το κάνει. Η μαμά μου φοβόταν. Λίγο η νύχτα, λίγο οι δυσκολίες. Ξέρεις δεν είχε το σαράκι η μαμά μου να ανέβει στη σκηνή. Της αρέσει να τραγουδάει, αλλά δεν είχε το μικρόβιο να την ακούσει ο κόσμος.
Η μαμά φοβόταν την νύχτα. Εσύ όμως δεν μάσησες.
Δεν άφηνα περιθώρια να μπουν μέσα μου αυτά που δεν μου άρεσαν. Εστίαζα πάντα στον δικό μου στόχο. Έπαιρνα μόνο τα θετικά. Όταν τα αρνητικά γινόταν αφόρητα, γύριζα την πλάτη και έφευγα. Έψαχνα άλλο χωράφι να σπείρω. Πιο γόνιμο.
Το να έχεις τέτοια επιλογή είναι πολυτέλεια.
Έτσι είμαι σαν άνθρωπος. Προσπαθώ για τα πράγματα μέχρι εκεί που αλλάζουν. Αν μου αντιστέκονται και καταλάβω ότι περαιτέρω δεν μπορώ να τα αλλάξω και δεν το αντέχω, ρεαλιστικά λέω δεν μπορώ να το παλέψω, δεν μου κάνει και το αφήνω. Ψάχνω για κάτι άλλο. Γιατί κάπου υπάρχει και αυτό που μου κάνει, αντίστοιχα.
Ο Κραουνάκης είπε ότι η Γιώτα Νέγκα είναι μια από τις πιο σπουδαίες λαϊκές τραγουδίστριες, που άργησε να μας χαρίσει δισκογραφικές επιτυχίες.
Δεν έτυχε νωρίτερα. Δεν ήρθε… Κι εγώ δεν ήξερα πού είναι για να πάω να το κυνηγήσω. Ήρθε όταν εγώ είχα παραιτηθεί και είχα πει ‘εντάξει, δεν θα έρθει Γιώτα, ποτέ αυτό. Εσύ έτσι κι αλλιώς θα τραγουδάς. Μην σε απασχολούν οι δίσκοι και οι επιτυχίες. Επάνω εκεί, ήρθε! Όταν τ’ αφήνεις τα πράγματα να έρθουν, έρχονται. Όταν τα κυνηγάς, φεύγουν.
Φαντάζομαι ότι ήταν περίεργο το συναίσθημα να έχεις εγκαταλείψει και ξαφνικά να ακούς την φωνή σου στα ραδιόφωνα…
Ξέρεις ποια είναι η πλάκα; Εμένα δεν μου άρεσε η φωνή μου! Ήταν η πρώτη φορά, που την άκουγα απ’ έξω και όχι από το εσωτερικό μου ηχείο και έλεγα ‘αυτό είναι ωραίο;’. Φυσικά, όλοι γελούσαν και με κορόιδευαν. Μπορεί να ήταν η ανασφάλεια, μπορεί επειδή το ποθούσα καιρό, αντιστεκόμουν να κρατηθώ από κάτι που δεν ήξερα αν ήταν σταθερό. Δεν ήθελα να το ξαναζήσω από την άλλη πλευρά με τίποτα. Όλη αυτή η αμφιβολία. Όμως, πείστηκα ότι κάτι θετικό συμβαίνει και ότι αρέσω από δυο πράγματα. Έκανε έναν διαγωνισμό ο ‘Μελωδία’ στην Αθήνα με τα δέκα καλύτερα τραγούδια των ακροατών και το «Με τα μάτια κλειστά» ήταν καιρό μέσα στην δεκάδα. Ανεβοκατέβαινε θέσεις. Και μια μέρα στο διπλανό σπίτι ακούω τέρμα να παίζει και να τραγουδούν στη διαπασών. Εκεί άρχισα να αποδέχομαι τον ήχο μου. Ακόμη, βέβαια, δεν είμαι βολεμένη στο στούντιο. Το αμφισβητώ.
Η ζωή είναι μικρή για να μην απολαμβάνεις τέτοιες χαρές.
Τώρα πια, ναι. Το απολαμβάνω. Και χαίρομαι γιατί τα τραγούδια που διάλεξα να πω, που με βρήκαν, που με χουν συγκινήσει διαπιστώνω ότι δεν συγκινούν μόνο εμένα. Αυτό είναι το πιο σπουδαίο. Όταν βγήκα στον Κεραμεικό με ένα καινούριο τραγούδι και στο δεύτερο ρεφρέν τραγουδούσαν όλοι το ‘Δεν με κρατάει ότι θυμάμαι’, ήταν απίστευτη χαρά, που το μοιραζόμουν με τον κόσμο. Και μου το γύριζαν πίσω με τόση αγάπη. Ήταν μαγικό…
Φταίει και ο Καραμουρατίδης για το «μετά»;
Ο ένας ήρθε να συμπληρώσει τον άλλον, να κουμπώσει μαζί του. Αυτό νιώθω με τον Θέμη. Είμαστε δύο απόλυτοι παρθένοι. Εγώ στη δουλειά και ο Θέμης γενικά στη ζωή. Η αγάπη μας για το λαϊκό τραγούδι. Η φρέσκια ματιά του για το λαϊκό, η βαθιά του αγάπη και τα ακούσματα του. Από την άλλη πλευρά, ο δικός μου ο δρόμος. Ένα λαϊκό, που δεν θέλουμε να χαθεί, αλλά ούτε να είναι μουσειακό. Έφερε και ο Οδυσσέας τον καθαρό του τον λόγο και ήρθα τα υπόλοιπα μοιραία.
Μεγάλη μαγκιά να καταφέρεις να δέσεις δύο γενιές.
Μεγάλη ευθύνη, να λες. Ακόμη, ένας λόγος που λατρεύω τον Θέμη. Γιατί το κατάφερε. Όλος ο κόσμος, που τον αγαπούσε και τον θαύμαζε, ήρθε και άκουσε και τα δικά μας τραγούδια.
Συναυλίες με Δήμητρα Γαλάνη και Ελένη Τσαλιγοπούλου. Η κρίση γεννάει το «μαζί» ή η ανάγκη για κάτι άλλο;
Είναι όλα μαζί. Είναι προσωπική ανάγκη να ενωθείς. Ήταν προσωπική ανάγκη και των τριών να ξαναθυμίσουμε και να σεβαστούμε το λαϊκό τραγούδι, όπως του αξίζει και όχι να το ευτελίσουμε. Να το πούμε καθαρά σε καθαρά μυαλά και καθαρές ψυχές. Το λέμε στην αρχή του προγράμματος. Πριν πιούμε. Καλό και άγιο το γλέντι. Απλά, θέλαμε να του δώσουμε την θέση που του αξίζει και να το βάλουμε πάλι στις προτεραιότητες μας σαν άκουσμα. Ήταν μια ιδέα της Δήμητρας, να λέμε το λαϊκό μπροστά και τα προσωπικά μας τραγούδια, τις προσωπικές μας στιγμές μετά. Γιατί μέσα από το λαϊκό θέλουμε να γνωριστούμε με τον κόσμο και να συστηθούμε. Το δεχτήκαμε με ενθουσιασμό και από την πρώτη στιγμή φάνηκε πόσο ανάγκη το έχει ο κόσμος. Είναι μαγικό να βγαίνεις στην σκηνή και να περνάνε 45 δευτερόλεπτα και να ακούς τις φωνές όλων να τραγουδάνε μαζί σου. Χωρίς ζέσταμα. Και αυτό τελικά αποδεικνύει πόσο καταγεγραμμένο είναι στο DNA μας.
Έρχεστε Θεσσαλονίκη στο Θέατρο Δάσους.
Έχω τις καλύτερες μνήμες από τον χώρο αυτό. Και με τρομερή ενέργεια. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τι έγινε όταν τραγουδούσαμε και ο κόσμος ξεκίνησε να τραγουδάει από κάτω. Ο ένας αγκάλιαζε τον διπλανό του, τον κοιτούσε και χαμογελούσε. Είναι βαθύ αυτό που μας ενώνει. Βαθύ Ελληνικό.
Η Ελλάδα είναι στα τραγούδια μας. Φάρμακο για το σήμερα…
Λύτρωση. Τα τραγούδια είναι εκεί. Ανοιχτά για όλα. Ανάλογα τι θέλουμε εμείς να τα κάνουμε. Θεραπεύουν, πάντως. Ακόμη κι αν με στεναχωρούν, θεραπεύουν ακόμη περισσότερο όταν στεναχωρούν. Καθαρίζουν.
Έχεις σκεφτεί τι μπορεί να κάνει ένα τραγούδι; Νύχτα. Στο ραδιόφωνο σ’ ένα σαλόνι. Ένα αυτοκίνητο. Ένα ζευγάρι.
Το έχω ζήσει. Με τα τραγούδια άλλων. Τόσα χρόνια, στο σαλόνι της μαμάς. Ερχόντουσαν τα τραγούδια και έφερναν γέλια και μετά δάκρυα. Είναι ανθρώπινο. Κι εγώ ακροάτρια είμαι.
Το αισθάνεσαι βάρος αυτό;
Δεν θέλω να το δω έτσι. Δεν κάνω αυτό που κάνω για να δείξω κάτι. Το κάνω γιατί το έχω ανάγκη πρώτα εγώ. Όταν αφορά κι άλλους και γινόμαστε πολλοί είναι ακόμη πιο λυτρωτικό. Δεν θέλω να το σκεφτώ σαν βάρος. Ξέρεις και κάτι; Αλήθειες να λέμε, να τραγουδάμε και να καθαρίζει η ψυχή μας. Και στην τελική, τραγούδια λέμε. Τραγουδάς, βλέπεις του άλλου τα μάτια. Ψάχνεις να βρεις το κατάλληλο για αυτό που ζεις και νιώθεις. Και λες αυτός που το έγραφε έτσι ένιωθε; Πόσο ίδιους μας κάνει αυτό; Πόσο μαζί μας φέρνει; Ανθρώπινο, όπως μοιραζόμαστε μια μπουκιά ψωμί.
Πιστεύεις δηλαδή στο μοίρασμα και στην ανθρωπιά.
Πιστεύω στον διπλανό. Και δεν θα παραιτηθώ όσο κι αν προσπαθούν να με πείσουν. Ή προσπαθούσαν τόσα χρόνια. Υπάρχουν κάποιες νομοτέλειες στο μυαλό μου, που ούτε καταλύονται, ούτε εγώ θέλω να το κάνω. Δεν είναι και τα πιο δύσκολα, που έχουμε περάσει σαν λαός. Δεν είναι και τα πιο εύκολα. Αρκεί να σταθούμε όπως πρέπει απέναντι σε αυτό. Με ψυχραιμία, αισιοδοξία και χωρίς εγωισμό. Γιατί δεν είμαστε μόνο εμείς. Θα έρθουν κι άλλοι. Οι επόμενοι. Και γι’ αυτούς έχουμε μεγαλύτερη ευθύνη. Πριν λίγο άκουγα δυο νεαρούς τραγουδιστές, που έδιναν για πτυχίο και το πρώτο πράγμα που άκουγα δεν ήταν η μελωδία. Ήταν η εκφορά της γλώσσας. Πώς λένε το κομμάτι, πως βγαίνει από το σώμα τους η εικόνα και το συναίσθημα. Το πώς εκφράζονται στην ελληνική γλώσσα. Πώς τονίζουν, πώς θα διατηρηθεί αυτό το πράγμα που είναι δικό μας. Άλλο ένα στοιχείο, που μας ενώνει. Αυτά πρέπει να διατηρήσουμε.
Τα άλλα;
Τα άλλα, άστα! Αυτά που δεν χρειαζόμαστε μας τα φέρνουν έτοιμα. Δεν το λέω σαν γκρίνια. Είναι ρεαλιστικό. Το θέμα είναι να δω εγώ τι θέλω, τι πρέπει, τι χρειάζομαι και τι οφείλω να κάνω.
Εσύ τι θέλεις, λοιπόν;
Ονειρεύομαι μια καλή ζωή. Με φίλους. Με τόσα, όσα χρειάζομαι για να ζω. Όχι περιττά, δεν τα χρειάζομαι. Δεν με αφορούν. Θέλω ωραία τραγούδια. Άμα γεράσω, να τα ακούω και να θυμάμαι όμορφες στιγμές. Ξέρω, επειδή δεν θεωρώ τίποτα δεδομένο στην ζωή, ότι μπορεί να έρθει από το καλύτερο μέχρι το χειρότερο. Όταν έρθουν αυτά, να μπορώ να τα διαχειριστώ. Είμαι ανοιχτή σε όλα. Όπως όλοι μας. Όλοι είμαστε δυνατοί.
Και «ο άλλος σου εαυτός»;
Είναι σα να πέρασα στάδιο. Το αγαπώ ιδιαίτερα. Όταν, δηλαδή, μας παίρνανε τα δάκρυα στο στούντιο, έλεγες τώρα αυτό είναι σε κλειστό κύκλωμα, αλλά τελικά βλέπεις ότι συγκινεί κι άλλο κόσμο. Το βασικό ξέρεις τι είναι; Γιατί κάνεις ένα πράγμα. Όχι τι κάνεις. Γιατί το κάνεις. Και τραγούδια όπως το ‘Δεν με κρατάει ότι θυμάμαι’. Ξεχώρισε κατευθείαν. Ερήμην μας. Φώλιασε στις ψυχές τον ανθρώπων.
Το καλοκαίρι συναυλίες;
Συναυλίες, ταξιδάκια με τα κορίτσια, την Ελένη και την Δήμητρα. Παράλληλα και οι τρεις ξεχωριστά πραγματάκια. Αυτά για το καλοκαίρι. Και όταν δροσίσει, θα δούμε τι θα φέρει…
Από το φύλλο της THESSNEWS #10 (16-17/07/2016)
Comments are closed.