γράφει ο Παρασκευάς Κακάς Μ.D. Πλαστικός Χειρούργος
Οι επιστήμονες μέχρι το 1983 πίστευαν ότι το έλκος οφείλεται σε διαιτητικούς παράγοντες, στο άγχος, στην τοξική δράση ορισμένων ενδογενών παραγόντων, όπως το υδροχλωρικό οξύ και η πεψίνη του στομάχου και σε λήψη αναλγητικών φαρμάκων, όπως π.χ. η ασπιρίνη. Παρά το γεγονός ότι και σήμερα ακόμα δεν αμφισβητείται ο σημαντικός ρόλος του υδροχλωρικού οξέος του στομάχου και η ελκογόνος δράση της ασπιρίνης, οι θεωρίες αυτές δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν πολλά ερωτήματα σχετικά με την αιτιοπαθογένεια του πεπτικού έλκους.
Το 1983 οι B.J. Marshall και J.R. Warren διαπίστωσαν ότι στο στομάχι πολλών ασθενών που έπασχαν από χρόνια γαστρίτιδα ή πεπτικό έλκος υπήρχε ένα μικρόβιο, το οποίο κατάφεραν να καλλιεργήσουν και να απομονώσουν και το ονόμασαν, λόγω του σχήματος και της θέσης του, ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού. Για την ανακάλυψή τους αυτή τιμήθηκαν με το βραβείο Νόμπελ Ιατρικής το 2005.
Η ανακάλυψη του ελικοβακτηριδίου του πυλωρού αποκάλυψε και την αιτιοπαθογένεια πολλών παθήσεων του στομάχου και του δωδεκαδακτύλου και καθόρισε νέους τρόπους θεραπείας τους. Με τα νέα αυτά δεδομένα, παθήσεις όπως η γαστρίτιδα, το πεπτικό έλκος και το λέμφωμα του στομάχου είναι σήμερα κατανοητές και ιάσιμες. Ακόμα και ο καρκίνος του στομάχου θεωρείται ότι μπορεί ως ένα βαθμό να προληφθεί.
Έχει δε αποδειχθεί ότι είναι ένας από τους κύριους παράγοντες δημιουργίας πεπτικών ελκών καθώς και για το ότι ευθύνεται για το σύνολο σχεδόν των άλλων παθήσεων του γαστρεντερολογικού συστήματος, όπως γαστρίτιδα, δυσπεψία κλπ. Πρόσφατες επιστημονικές έρευνες αναφέρουν ότι το ελικοβακτηρίδιο ευθύνεται για το 90% περίπου του δωδεκαδακτυλικού έλκους και για το 80% του γαστρικού έλκους. Επίσης, μια πρόσφατη επιδημιολογική μελέτη επιβεβαίωσε τη σύνδεση του ελικοβακτηριδίου με την ανάπτυξη καρκίνου και λεμφώματος του στομάχου. Ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του στομάχου σε ασθενείς με χρόνια γαστρίτιδα από το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού υπολογίζεται ότι είναι 6 φορές μεγαλύτερος από τον υπόλοιπο πληθυσμό.
Για τον λόγο αυτόν το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού είναι το πρώτο βακτηρίδιο το οποίο αναγνωρίστηκε επίσημα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) ως καρκινογόνος παράγοντας 1ης τάξεως.
Φορέας του ελικοβακτηριδίου είναι ο ανθρώπινος οργανισμός και μεταδίδεται μέσω της στοματικής ή και εντεροστοματικής οδού. Ορισμένες μελέτες έδειξαν ότι το μικρόβιο αυτό υπάρχει και σε νερά των πηγαδιών. Επίσης, έχει ανευρεθεί στα κόπρανα του ανθρώπου. Με την κατάποση μολυσμένου υλικού το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού αποικίζει το βλεννογόνο του στομάχου.
Ο αποικισμός αρχίζει από την παιδική ηλικία και εξαρτάται από διάφορους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες και κακές συνθήκες υγιεινής, δηλαδή έλλειψη κατάλληλου νερού και σύγχρονης τουαλέτας, όχι συχνό πλύσιμο χεριών με σαπούνι, η πυκνοκατοίκηση, η γενετική προδιάθεση και διάφοροι άλλοι περιβαλλοντικοί παράγοντες. Το 50% των Ελλήνων, κυρίως άνω των 30 ετών, υπολογίζεται ότι φέρει στον οργανισμό του το ελικοβακτηρίδιο.
Τα περισσότερα άτομα που έχουν μολυνθεί με το ελικοβακτηρίδιο έχουν λίγα ή καθόλου συμπτώματα. Όταν υπάρχουν συμπτώματα, αυτά είναι:
- Ήπιας μορφής γαστρίτιδα
• Ρέψιμο
• Φούσκωμα
• Ναυτία
• Έμετος
• Κοιλιακή δυσφορία
Συχνά, αυτά τα συμπτώματα απλά υποχωρούν από μόνα τους. Ωστόσο, τα άτομα που έχουν μια πιο σοβαρή λοίμωξη εμφανίζουν συμπτώματα στομαχικού και δωδεκαδακτυλικού έλκους ή σοβαρής γαστρίτιδας, που περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
- Κοιλιακό άλγος ή/και δυσφορία που συνήθως δεν υποχωρεί
• Ναυτία και εμετό μερικές φορές με αίμα που είναι κόκκινο ή έχει χρώμα σαν κατακάθι του καφέ
• Σκούρα ή σαν πίσσα κόπρανα (το μαύρο χρώμα των κοπράνων οφείλεται σε έλκη που αιμορραγούν)
• Κόπωση
• Χαμηλός αριθμός ερυθρών αιμοσφαιρίων λόγω αιμορραγίας
• Αίσθηση ότι χόρτασαν μετά από κατανάλωση μικρής ποσότητας τροφής
• Μειωμένη όρεξη γενικά
Άλλα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν:
• Διάρροια
• Καούρα
• Κακή αναπνοή
Η ανίχνευση του ελικοβακτηριδίου στον οργανισμό, εκτός από την επεμβατική μέθοδο της βιοψίας μέσω ενδοσκόπησης, γίνεται εξίσου αποτελεσματικά με πολύ μεγάλη ακρίβεια και αξιοπιστία, με τη μέθοδο της «Αναπνοής» (Breath Test), καθώς επίσης και με την ανίχνευση του αντιγόνου του ελικοβακτηριδίου στα κόπρανα (HpSA Test), επειδή αυτό αποβάλλεται μέσω των κοπράνων. Η ανίχνευση των αντισωμάτων του ελικοβακτηριδίου στο αίμα δεν είναι πλέον αξιόπιστη μέθοδος.
Μετά τη διάγνωση μπορεί να γίνει θεραπεία με αγωγή από το στόμα που περιλαμβάνει συνδυασμούς από αντιβιοτικά και φάρμακα κατά του έλκους. Η θεραπεία είναι απλή και αποτελεσματική, βελτιώνοντας την ποιότητα της ζωής.
Από το φύλλο της THESSNEWS #34 (30/12/2016-31/12/2016)
Comments are closed.