Ο φάρος κατασκευάστηκε το 1864 από ειδικευμένη εταιρεία γαλλικών συμφερόντων, ύστερα από αίτημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία ήθελε να αξιοποιήσει την τεχνολογική πρόοδο της εποχής ώστε να ενισχύσει τη ναυσιπλοΐα προς και από τον Θερμαϊκό. Το οικοδόμημα έχει ύψος 10,5 μέτρα από το έδαφος και 32 μέτρα από τη στάθμη της θάλασσας. Το χρώμα των αναλαμπών είναι λευκό και ερυθρό, εκπέμπουν δε κάθε 10 δευτερόλεπτα, όντας διακριτές σε μεγάλη απόσταση (έως 17 ναυτικά μίλια, για τις λευκές).
Στην πρώτη του ιστορική φάση, ο φάρος χρησιμοποιούσε πετρέλαιο. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υπέστη αρκετές καταστροφές, με αποτέλεσμα να κλείσει, για να ξανανοίξει επιδιορθωμένος και αυτοματοποιημένος το 1948, λειτουργώντας πλέον με ασετιλίνη. Το 1963 έγινε το πέρασμα από την ασετιλίνη στον ηλεκτρισμό, αυξάνοντας έτσι την εμβέλεια του σήματός του στα σημερινά επίπεδα.
Το Αυστρο-Οθωμανικό κάστρο
Οικοδομήθηκε την περίοδο 1883-1885, σχεδόν δίπλα στον (προϋπάρχοντα) φάρο, από μηχανικούς που ήρθαν στο Αγγελοχώρι από την Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία κατόπιν παραγγελίας των Οθωμανικών αρχών.
Οι τελευταίες έκριναν ότι το σημείο ήταν μεγάλης στρατηγικής σημασίας, τόσο για τον έλεγχο του Θερμαϊκού, όσο και για την κίνηση προς και από τη Θεσσαλονίκη, οπότε αποφάσισαν ότι έπρεπε να φτιαχτεί ένα γερό οχυρό. Περιήλθε στον έλεγχο του ελληνικού κράτους το 1915, παρέμεινε όμως αναξιοποίητο κι έτσι συχνά μέσα στα χρόνια έπεσε θύμα πλιάτσικων για δωρεάν οικοδομικά υλικά.
Δίπλα στο κάστρο σώζεται σήμερα και το καταφύγιο-πολυβολείο τύπου μπούνκερ που έφτιαξαν εκεί οι Γερμανοί το 1940, καταλαμβάνοντας την περιοχή στα πλαίσια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι επισκέψιμο, εκτός από τις υπόγειες στοές που συνδέουν τις εγκαταστάσεις και τα ανοίγματα, στις οποίες απαγορεύεται η είσοδος για λόγους ασφαλείας.