Η πρόσφατη επίσκεψη του Επιτρόπου Μοσκοβισί στην Αθήνα μας έκανε πιο σοφούς, καθώς μάθαμε πως στη χώρα μετά το πρόγραμμα (το 3ο Μνημόνιο) όλα πρέπει να στηριχθούν σε μια συμφωνία που θα βασίζεται στους Έλληνες και «σε μια στρατηγική που θα έχει ως εμπνευστή την ελληνική πλευρά».
Έγινε δε ο Επίτροπος ακόμα πιο σαφής λέγοντας «θέλω η Ελλάδα να είναι ιδιοκτήτρια του προγράμματος και να τηρεί τις δεσμεύσεις της».
Επί της ουσίας ο κ. Μοσκοβισί επισημαίνει πως η κατάρτιση της επόμενης δέσμης μεταρρυθμίσεων, η υλοποίηση των οποίων θα είναι συνδεδεμένη με την σταδιακή εκτέλεση μέτρων ελάφρυνσης του χρέους της χώρας, αποτελεί ευθύνη της ελληνικής πλευράς.
Οι Ευρωπαίοι εταίροι μάλλον θεωρούν ότι το εγχώριο πολιτικό προσωπικό απέκτησε πλέον τον απαιτούμενο βαθμό «ωριμότητας», προκειμένου να μην ξηλώσει με την πρώτη ευκαιρία ότι έχει γίνει τα προηγούμενα χρόνια και παράλληλα να θέσει σε τροχιά εφαρμογής ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης.
Από που αντλούν οι Ευρωπαίοι αυτή την σιγουριά για το εν γένει «επίπεδο» του εγχώριου πολιτικού προσωπικού, παραμένει ένα μεγάλο ερώτημα.
Έχουν διαπιστώσει καμία σοβαρή μεταρρύθμιση που πραγματοποιήθηκε από το 2010 επειδή την δρομολόγησε από μόνη της κάποια ελληνική κυβέρνηση;
Έχει δημιουργηθεί ένα αξιόπιστο, πλήρως μηχανογραφημένο και σύγχρονο δημόσιο;
Έχει αποκτήσει η χώρα ένα έστω υποφερτό επενδυτικό περιβάλλον;
Έχει παταχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό η διαφθορά και η φοροδιαφυγή;
Εν τέλει έγινε κατανοητό και γνωστό σε όλους ποιοι έφταιγαν και γιατί οδηγηθήκαμε ως χώρα στην ταπεινωτική χρεοκοπία και στα μνημόνια;
Όποιος πιστεύει ότι οι Έλληνες πολιτικοί (με κάποιες προφανώς φωτεινές εξαιρέσεις) είναι ικανοί να υλοποιήσουν οικειοθελώς σοβαρές μεταρρυθμίσεις, μάλλον ζει σε άλλη χώρα.
Στις δημοκρατίες μπορεί να μην υπάρχουν αδιέξοδα, αλλά ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού της χώρας αντιμετωπίζει εδώ και καιρό βαθύ πνευματικό αδιέξοδο χωρίς ορατή «θεραπεία».