Η δημοτική παράταξη της μείζονος αντιπολίτευσης, με επικεφαλής τον πρώην Δήμαρχο Κωνσταντίνο Ζέρβα, «Ναι στη Θεσσαλονίκη» απέστειλε σήμερα ανακοίνωση:
«Γιατί λέμε «όχι» στην επιβάρυνση μισθωτών, συνταξιούχων, μικρομεσαίων και επιχειρήσεων φιλοξενίας και εστίασης με την αύξηση δημοτικών τελών και τέλους παρεπιδημούντων που προανήγγειλε η Διοίκηση του Δήμου Θεσσαλονίκης
Με την προτεινόμενη σημαντική αύξηση των δημοτικών τελών, καθώς και του τέλους παρεπιδημούντων, από τη Διοίκηση του Δήμου Θεσσαλονίκης, τελειώνει οριστικά η πολιτική της περιόδου 2019-2023, που στόχευε στη στήριξη των δημοτών και της τοπικής επιχειρηματικότητας απέναντι στις πολλαπλές κρίσεις της πανδημίας, του ενεργειακού κόστους και της ακρίβειας.
Αντιστρέφεται πλήρως εκείνη η πολιτική που μετέφερε στη Δημοτική Αρχή την ευθύνη να βρίσκει πόρους για την κάλυψη των αναγκών του Δήμου, χωρίς να μετακυλίει το βάρος στους δημότες και τις επιχειρήσεις. Μια πολιτική που στηρίχθηκε:
· Στη μείωση εσωτερικών δαπανών, ακόμη και όταν αυτό προκαλούσε δυσαρέσκεια ή πολιτικό κόστος.
· Στην εξεύρεση πόρων από χρηματοδοτούμενα προγράμματα
· Στη διεκδίκηση έκτακτων ενισχύσεων από την Πολιτεία, εξαιτίας των πολλαπλών δυσκολιών που αντιμετώπισε η Τοπική Αυτοδιοίκηση.
· Στον περιορισμό δαπανών για μη απολύτως αναγκαίες δράσεις, όπως δαπάνες προβολής, επιχορηγήσεων και δημοσίων σχέσεων.
· Στη χρηστή διαχείριση που επιβεβαιώνεται και από την πρόσφατη έκθεση των Ορκωτών Ελεγκτών, που η ίδια η παρούσα Δημοτική Αρχή ζήτησε και αποδέχθηκε για τα οικονομικά του Δήμου.
Η απόφαση για αύξηση του τέλους παρεπιδημούντων κατά 50%, ειδικά για την πόλη της Θεσσαλονίκης, η οποία αντιμετωπίζει χρόνια προβλήματα με καθυστερήσεις στην ανάπτυξη και στις υποδομές, αποτελεί πρόσθετο πλήγμα για έναν τομέα που προσπαθεί να ανακάμψει. Οι επιχειρήσεις φιλοξενίας και εστίασης, που υπόκεινται σε αυτό το τέλος, κινδυνεύουν να επωμιστούν αυξημένα κόστη σε μια περίοδο κατά την οποία η τουριστική κίνηση παραμένει ασταθής, ενώ η απόδοσή του συχνά δημιουργεί αβεβαιότητα λόγω ασάφειας ή καθυστερήσεων στη διαχείριση τους.
Παρότι συμφωνούμε με την ανάγκη δίκαιης επιβάρυνσης των μεγάλων επιχειρήσεων λιανεμπορίου, που έχουν αυξημένα έσοδα, διαφωνούμε με την οριζόντια αύξηση δημοτικών τελών που πλήττει ιδιαίτερα τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους, τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες και τους επαγγελματίες του τουριστικού και επισιτιστικού κλάδου.
Η νέα πολιτική της Διοίκησης βασίζεται στην επιβάρυνση των δημοτών, ώστε να μη χρειαστεί η Διοίκηση του Δήμου να μεταφέρει στις ανταποδοτικές δαπάνες, πόρους που προορίζει για άλλες προτεραιότητες, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών προβολής και επιχορηγήσεων σε φορείς και συλλόγους.
Και αυτό γίνεται ακόμα πιο δύσκολο να δικαιολογηθεί, σε μια περίοδο που η Κυβέρνηση επιδεικνύει μια ιδιαίτερα γενναιόδωρη στάση απέναντι στον Δήμο Θεσσαλονίκης μέσω έκτακτων ενισχύσεων.
Καλούμε τη Διοίκηση να επανεξετάσει το ύψος της προτεινόμενης αύξησης των δημοτικών τελών κατά 30% και του τέλους παρεπιδημούντων κατά 50%, που θα επιβαρύνει το -ούτως ή άλλως- αυξημένο κόστος των λογαριασμών των συμπολιτών μας.
Διαβεβαιώνουμε ότι, ως υπεύθυνη αντιπολίτευση, δεν θα διστάσουμε να στηρίξουμε κάθε μέτρο που θα ωφελεί τους δημότες και την τοπική κοινωνία.
Τέλος, ζητούμε να δοθούν πειστικές εξηγήσεις σχετικά με την πρόσφατη παραίτηση της Γενικής Γραμματέως του Δήμου, κ. Γεωργίας Κωτίδου. Η διαφάνεια είναι θεμελιώδης και η έρπουσα φημολογία περί συγκρούσεων λόγω άρνησης υπογραφής αποφάσεων με οικονομικό αντίκτυπο, είτε λόγω διαδικασιών που αφορούν τον νέο Οργανισμό του Δήμου, δεν πρέπει να παραμένει αδιευκρίνιστη. Ούτε καλύπτεται από φτωχές εξηγήσεις περί «προσωπικών λόγων», οι οποίοι, όταν υπάρχουν βεβαίως και πρέπει να γίνονται σεβαστοί, αλλά προφανώς δεν εμποδίζουν την πρώην γ.γ. να αναλάβει άλλες -απλώς συμβουλευτικές – αρμοδιότητες.»
Comments are closed.