Συνέντευξη στον ΓΙΑΝΝΗ ΚΕΣΣΟΠΟΥΛΟ || gkessopoulos@gmail.com
Το «Όπως και αν έρθει αυτό το βράδυ» (εκδ. Μελάνι) είναι μια συλλογή 19 διηγημάτων που τολμούν να αναφέρονται στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Είναι το πέμπτο βιβλίο του Διονύση Μαρίνου, που μπήκε στα εκδοτικά για πρώτη φορά το 2011.
Ζει στην Αθήνα, όπου και εργάζεται ως αρχισυντάκτης στην καθημερινή αθλητική εφημερίδα «Goalnews» και είναι παραγωγός του αθλητικού ραδιοφώνου «Sentra 103,3». Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου είχαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα για τη thessnews.
Δεκαεννέα διηγήματα που εστιάζουν στο σύγχρονο άνθρωπο και τα προβλήματά του. Ποια θέματα πιστεύεις ότι μας ταλαιπωρούν στην Ελλάδα σήμερα;
Το προφανές είναι η οικονομική συνθήκη. Δεν είναι αμελητέα, όμως, έχω την αίσθηση πως περισσότερο από όλα απουσιάζει πλέον το κέντρο βάρους, ένα κάποιο σημείο αναφοράς. Στα χρόνια της κρίσης χάθηκαν όλες οι βεβαιότητες. Τόσο οι πλαστές όσο και οι αναγκαίες για τη ζωή ενός ανθρώπου.
Πόσο δύσκολο είναι να γράψει ένας συγγραφέας για την εποχή του; Να φιλτράρει όσο πρέπει, να κοσκινίσει όσο χρειάζεται, ώστε να την αποδώσει όπως της πρέπει, χωρίς φλύαρους υποκειμενισμούς και περιττούς (για τον αναγνώστη) συναισθηματισμούς;
Είναι τόσο δύσκολο όσο και εύκολο. Η τέχνη δεν υπάρχει για να ακολουθεί ασθμαίνοντας την εποχή, αλλά να την εξυψώνει. Δεν αποτυπώνει φωτογραφικά τα κοινωνικά ζητήματα, αλλά τους προσδίδει την απαραίτητη παραμυθία για να υπάρξουν σε μια νέα αυτονομία.
Σχεδόν όλα τα διηγήματα συμβαίνουν μέσα στο σπίτι. Με ποιο σκεπτικό τα τοποθετείς εκεί; Ως πεδίο δράσης ή ως καταφύγιο;
Το σπίτι στα διηγήματα λειτουργεί άλλοτε ως πεδίο δράσης, άλλοτε ως καταφύγιο και συχνά ως δραματουργικός χώρος, περίκλειστος και ανοίκειος, μέσα στον οποίο τελούνται όλα τα θέματα που απασχολούν τους ήρωες. Μια υπόγεια φωτιά γλείφει τους τοίχους, ξεθεμελιώνει το πάτωμα και ανατινάζει το ταβάνι τους.
Η υπαρξιακή αγωνία, ο θάνατος, ο χωρισμός ζευγαριών, οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια, οι επαγγελματικές δυσκολίες της εποχής γεννούν ψυχοπαθολογικές εκρήξεις οι οποίες αποτελούν τις αφορμές των διηγημάτων σου. Εσύ προσωπικά τι φοβάσαι περισσότερο στην εποχή μας; Ποια είναι η φοβία σου;
Η φοβία μου είναι ότι είμαστε πρωταγωνιστές μιας «δυστοπίας». Δηλαδή: μιας κατάστασης από την οποία ουδείς μπορεί να ξεφύγει και το τέλος δεν μπορεί να είναι λυτρωτικό.
Μέσα από όλα αυτά περιγράφεις μια Ελλάδα… ζόρικη. Τι σε θλίβει περισσότερο σ’ αυτήν;
Με θλίβει ότι δεν καταλάβαμε τίποτα από τη λαίλαπα που πέρασε από πάνω μας. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, δεν αξίζει τον κόπο πλέον. Έπειτα από στιγμές βαθιάς κρίσης, λογικά, βγαίνεις αναβαπτισμένος. Έχεις κάνει την αυτοκριτική σου, έχεις διαισθανθεί πλήρως τι ήταν αυτό που έφταιξε και προσπαθείς να ξεκινήσεις από το μηδέν ακολουθώντας άλλη πορεία. Αυτό στην Ελλάδα της κρίσης δεν συμβαίνει. Ακολουθούμε αταβιστικά τον ίδιο λανθασμένο δρόμο.
Αισιοδοξείς για τη χώρα μας; Οι καλύτερες μέρες αργούν;
Φοβάμαι πως η προηγούμενη απάντηση προδικάσει το ύφος κι αυτής. Με μια υποσημείωση: ελπίζω οι νέες γενιές, απαλλαγμένες από τα στεγανά των προηγούμενων, να κάνουν κάτι καλύτερο. Το προσδοκώ, αλλά δεν είμαι σίγουρος πως θα συμβεί.
Έχεις εμπιστοσύνη στους πολιτικούς;
Όχι, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με την ισοπεδωτική λογική του «όλοι ίδιοι είναι». Σαφώς και δεν είναι όλοι ίδιοι. Απλώς, η πολιτική προϋποθέτει πολλούς συμβιβασμούς, παραχωρήσεις, διαβούλια και βυζαντινισμούς. Τίποτα από όλα αυτά δεν γεννούν εμπιστοσύνη.
Είναι γνωστό ότι όταν δεν γράφεις διηγήματα ασχολείσαι με την αθλητικογραφία. Τι σε γοητεύει σ’ αυτήν; Τι προκαλεί το συγγραφικό σου εαυτό;
Το έκανα παλαιότερα, μπορεί να το κάνω και στο μέλλον. Ασχολούμαι με τον αθλητισμό από μικρός, αν και πλέον η σχέση μου μαζί του είναι «πλατωνική». Δεν θα έλεγα πως ο αθλητισμός προκαλεί περισσότερο το συγγραφικό μου εαυτό σε σχέση με άλλες εκφάνσεις της ζωής μου. Σαφώς, όλα παίζουν κάποιο ρόλο, όλα τοποθετούνται μέσα μου στο σημείο που τους πρέπει.
Ποια είναι η γνώμη σου για την Διεθνή Έκθεση Βιβλίου; Πιστεύεις ότι βοηθά στην εξυπηρέτηση μιας πολιτικής για το βιβλίο; Για την προώθηση του ελληνικού βιβλίου; Ή της φιλαναγνωσίας;
Είμαι αναφανδόν υπέρ της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου. Πρέπει να υπάρχει και να στηριχθεί και να βελτιώνεται κάθε χρόνο, όπως νομίζω γίνεται, έστω και με τα ελάχιστα μέσα που δίδονται από το κράτος. Πρέπει να κατανοήσουμε πως δεν είναι ένα ετήσιο ραντεβού στη Θεσσαλονίκη, αλλά μια καρδιά που πρέπει να συνεχίσει να πάλλεται και να αιματώνεται.
Πριν λίγες μέρες, ο πρωθυπουργός είπε στον Β. Λεβέντη ότι «είναι ωραίο να είσαι Σαββατοκύριακο στη Θεσσαλονίκη». Πως βλέπεις εσύ την πόλη μας; Την επισκέπτεσαι συχνά; Τι είναι για σένα η Θεσσαλονίκη;
Μάλλον αργά το ανακάλυψε ο πρωθυπουργός, όμως γιατί μόνο Σαββατοκύριακο; Τις άλλες ημέρες δηλαδή πού πρέπει να είναι κανείς; Στην Αθήνα; Ας γελάσω. Η Θεσσαλονίκη, σε μια κανονική χώρα που θα προνοούσε για τα στρατηγικά της πλεονεκτήματα, θα έπρεπε να είναι το σημείο αναφοράς των Βαλκανίων και της ευρύτερης περιοχής. Μια πόλη με ιστορικό βάρος, με λιμάνι, με ιδιαίτερο χρώμα, κι όμως χαραμίζεται και περιορίζεται στο βλακώδες «η ερωτική πόλη». Την επισκέπτομαι όσο πιο συχνά μπορώ. Στο προηγούμενο βιβλίο μου, την πρώτη παρουσίαση την έκανα στη Θεσσαλονίκη και όχι στην Αθήνα. Άρα, η Θεσσαλονίκη για ‘μένα, αν και Ζακυνθινός, είναι το καλό λιμάνι μου!
Από το φύλλο της THESSNEWS #91 (03/02/2018-04/02/2018)