Ενημέρωση από το υπουργείο Υγείας πραγματοποιήθηκε νωρίτερα σήμερα (Δευτέρα 27/09), με την πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, Μαρία Θεοδωρίδου να δίνει απαντήσεις για το ποιοι και με ποιο σκεύασμα θα γίνει η τρίτη δόση του εμβολίου.
Όπως ανέφερε η πρόεδρος, η τρίτη δόση θα γίνει με εμβόλιο mRNA στους ηλικιωμένους σε μονάδες φροντίδας και στους υγειονομικούς που απασχολούνται εκεί.
Όπως μεταδίδει ο ΣΚΑΙ, η κ. Θεοδωρίδου εξήγησε πως τα άτομα που έχουν εμβολιαστεί με mRNA, θα λάβουν για την τρίτη δόση πάλι mRNA εμβόλιο και συγκεκριμένα το Pfizer, το οποίο έχει αποδειχθεί ότι είναι αποτελεσματικό για προστασία από σοβαρή νόσο, θάνατο και μετάλλαξη Δέλτα.
Όμως, και τα άτομα που έχουν εμβολιαστεί με AstraZeneca, θα εμβολιαστούν τώρα με mRNA.
Για όσους έχουν εμβολιαστεί με Johnson&Johnson, η κ. Θεοδωρίδου επισήμανε ότι η Επιτροπή βρίσκεται εν αναμονή των συστάσεων, αν και όπως σημείωσε θα λάβουν είτε mRNA εμβόλιο είτε δεύτερη δόση του Johnson&Johnson.
Η ίδια υπογράμμισε ότι τα άτομα που έχουν νοσήσει και στη συνέχεια έλαβαν 1 ή 2 δόσεις εμβολίου, θεωρούνται επαρκώς ανοσοποιημένα και δε χρειάζονται τρίτη δόση.
Σε ό,τι αφορά στις παρενέργειες, σύμφωνα με δεδομένα του Ισράηλ, όπου έχουν χορηγηθεί 2,8 εκατ. τρίτες δόσεις σε άτομα ηλικίας από 12 ετών, αλλά κυρίως σε άνω των 60 ετών, η πρόεδρος της Επιτροπής ανέφερε ότι οι ανεπιθύμητες παρενέργειες είναι οι συνήθεις και απλές, όπως πόνος και ερυθρότητα στο σημείο εμβολιασμού και είναι ηπιότερες από την 1η και 2η δόση. Η μόνη εκδήλωση που είναι η συχνότερη η διόγκωση του μασχαλιαίου λεμφαδένα σε ποσοστό 5,2%.
Παράλληλα, κάλεσε τις ευάλωτες ομάδες να εμβολιαστούν έναντι της γρίπης και του πνευμονιόκοκκου τονίζοντας ότι τους επόμενους μήνες αναμένεται να κυκλοφορεί παράλληλα με τον κορωνοϊό μια πλειάδα άλλων αναπνευστικών ιών και ιών της γρίπης. Ανακοίνωσε δε ότι η συνταγογράφηση θα αρχίσει από 1η Οκτωβρίου και ξεκαθάρισε ότι δεν απαιτείται χρονική απόσταση του εμβολίου Covid από αυτό της γρίπης ή άλλων εμβολίων, όπως του πνευμονιόκοκκου. «Δε θα πρέπει το γεγονός ότι η κινητικότητα της γρίπης πέρυσι ήταν σε χαμηλά επίπεδα να δημιουργήσει αίσθημα εφησυχασμού« κατέληξε.