Τα κρούσματα της μηνιγγίτιδας Β είναι ελάχιστα ετησίως. Το κόστος του εμβολίου είναι μεγάλο και το όφελος μικρό, υποστηρίζει ο κράτος με τους παιδιάτρους να τονίζουν χαρακτηριστικά πως: “Δεν περισσεύει κανένα παιδί”.
Το πρόσφατο περιστατικό με τον 18χρονο φοιτητή από την Πάτρα που νοσηλεύεται με μηνιγγίτιδα στη ΜΕΘ του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Πάτρας στο Ρίο, επαναφέρει το θέμα της ανάγκης ανοσοποίησης του παιδιατρικού πληθυσμού αλλά και των νεαρών εφήβων, με το εμβόλιο κατά της μηνιγγίτιδας.
Ο εμβολιασμός μάλιστα κατά του του μηνιγγιτιδόκοκκου τύπου Β – που είναι πιο σπάνιος αλλά και πιο θανατηφόρος – θεωρείται από τους γιατρούς επιβεβλημένος, όμως, δεν είναι ενταγμένος στο πρόγραμμα υποχρεωτικών εμβολιασμών και δεν καλύπτεται από το κράτος.
Αν και το κόστος για τους γονείς είναι σχεδόν απαγορευτικό, καθώς το εμβόλιο κοστολογείται στη λιανική από 80 έως 100 ευρώ ανά δόση και απαιτούνται από 2 έως 3 δόσεις ανάλογα με την ηλικία, το 40% του παιδικού πληθυσμού έχει καλυφθεί από ιδιωτική δαπάνη.
Αυτό υποστηρίζει μιλώντας στο iatropedia.gr η παιδίατρος και αντιπρόεδρος της Ένωσης Ελευθεροεπαγγελματιών Παιδιάτρων Αττικής, Άννα Παρδάλη.
“Στην Ελλάδα τα θανατηφόρα περιστατικά είναι λίγα και οι εκτιμήσεις λένε ότι το περίπου 40% του παιδικού πληθυσμού έχει καλυφθεί με ιδιωτική δαπάνη και πρωτοβουλία των γονιών κι έτσι έχει δημιουργηθεί ένα τείχος ανοσίας. Αυτό βελτιώνει ακόμα παραπάνω τα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά και το κράτος κρίνει -γιατί έτσι χαράσσονται οι πολιτικές υγείας- ότι τα περιστατικά των θανάτων των παιδιών που θα νοσηλευτούν είναι λίγα και δεν μπορεί να το υποστηρίξει οικονομικά”, τονίζει η παιδίατρος και σημειώνει πως από την άλλη, οι ζωές των παιδιών δεν θα πρέπει να μετριούνται με αριθμούς:
“Φυσικά προτείνουμε και πιέζουμε κάθε φορά το κράτος τα συγκρίσιμα μεγέθη να μην είναι αυστηρώς οικονομικά, καθώς μιλάμε για την απώλεια της ζωής ενός παιδιού, κι είναι ακόμη πιο θλιβερό όχι μόνο για τους γονείς, αλλά για την κοινωνία ολόκληρη. Το κράτος, όμως, έχει τη δική του λογική”, σημειώνει.