Η ιστορία του ξεκινά το Καλοκαίρι του 1936 στο τελευταίο χωριό του Ψηλορείτη, τα Ανώγεια. Ο «Ψαρονίκος», όπως ήταν το προσωνύμιο του, έκανε περήφανο τον πατέρα του ήδη από τη γέννησή του, καθώς ήταν ο πρώτος και πολυπόθητος γιος της οικογένειας ύστερα από τρία κορίτσια.
Τα πρώτα χρόνια
Σε μικρή ηλικία έζησε την καταστροφή των Ανωγείων από τους Γερμανούς και μετά τον πόλεμο αναγκάστηκε να σταλεί, μαζί με τα υπόλοιπα άστεγα παιδιά, στο οικοτροφείο του Ηρακλείου μέχρι να ξαναχτιστεί το διαλυμένο σχολείο του χωριού.
Η αγάπη του για τη μουσική και ειδικά για τη λύρα διαφάνηκε από τα μικράτα του. Μάλιστα, λέγεται ότι χρειάστηκε η παρέμβαση του δασκάλου του, που κατάλαβε από νωρίς το ταλέντο του, για να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει μία.
Τραγουδούσε σε γάμους και πανηγύρια απ’ άκρη σ’ άκρη στην Κρήτη και με τον καιρό όλοι είχαν να πουν τα καλύτερα για αυτόν τον Ανωγειανό λυράρη με τη δωρική φωνή και το ευγενικό παρουσιαστικό.
Η μετάβαση στην Αθήνα
Η τέχνη του, ωστόσο, δεν ήταν αρκετή για να κάμψει τις αντιρρήσεις της οικογένειας της αγαπημένης του Ουρανίας όταν τη ζήτησε σε γάμο· ήταν φτωχός κι εκείνη από αρχοντική γενιά. «Κλέφτηκαν», παντρεύτηκαν και το ζευγάρι μετακόμισε στην Αθήνα όπου δημιούργησε μια όμορφη οικογένεια.
Οι μεγάλες συνεργασίες
Τον Νοέμβριο του 1958 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά». Ο δίσκος αγαπήθηκε πολύ από το κοινό κι έτσι, σύντομα βρέθηκε να ηχογραφεί τραγούδια δίπλα σε μεγάλους συνθέτες όπως ο Μαρκόπουλος, ο Ξαρχάκος, ο Ανδριόπουλος και άλλοι.
Ο αγώνας του ενάντια στη Χούντα
Κατά τη διάρκεια της χούντας, η φωνή του έγινε σύμβολο αντίστασης και τα Ριζίτικα της Κρήτης μετατράπηκαν σε ύμνους για την ελευθερία. Το Καλοκαίρι του 1973 συμμετείχε στη θεατρική παράσταση του θιάσου Καρέζη – Καζάκου, «Το μεγάλο μας τσίρκο» όπου ερμήνευε ζωντανά στη σκηνή τα τραγούδια που έγραψε ο Σταύρος Ξαρχάκος.
Οι δυο τους, μάλιστα, Ξυλούρης και Ξαρχάκος, βρίσκονταν στο Πολυτεχνείο λίγες ώρες πριν εισβάλει το τανκς δηλώνοντας έμπρακτα την αλληλεγγύη τους στους εξεγερμένους φοιτητές που ζητούσαν ψωμί, παιδεία, και ελευθερία.
Ήταν Παρασκευή
Έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της Παρασκευής 8 Φεβρουαρίου 1980 βυθίζοντας στο πένθος ολόκληρη την Ελλάδα. Ήταν μόλις 43 ετών και στο απόγειο της καλλιτεχνικής του έκφρασης. Ήταν και πάλι η λύρα η καλύτερη συντροφιά και παρηγόρια του, τις τελευταίες δύσκολες ώρες πριν κλείσει τα μάτια του για πάντα.