ΖΩΗ ΤΑΣΚΑ || zwitaska@gmail.com
Ο Θεσσαλονικιός δημοσιογράφος Αντώνης Ρεπανάς μιλάει στην ThessNews για την βράβευση του από το Ίδρυμα Μπότση αλλά και για τα πράγματα που έζησε καλύπτοντας την προσφυγική κρίση.
Η στιγμή της βράβευσης
Ο δημοσιογράφος Αντώνης Ρεπανάς απέσπασε το βραβείο του Ιδρύματος Μπότση για την ερευνητική δημοσιογραφική προσέγγιση του προσφυγικού ζητήματος.
Η στιγμή της βράβευσης στις 26 Ιανουαρίου ήταν μια πάρα πολύ σημαντική στιγμή για τον ίδιο. «Είναι νομίζω το κορυφαίο βραβείο που μπορεί να πάρει ένας Έλληνας δημοσιογράφος στην Ελλάδα. Αυτό που σκεφτόμουν ήταν τις στιγμές που ανέβαινα στην Ειδομένη. Κάποιες μέρες που ανέβαινα μόνος μου και έγραφα στο site που έχουμε ή ανέβαζα στο facebook απλά ιστορίες προσφύγων και αναρωτιόμουν αν αξίζει τον κόπο αυτό που κάνω, ενώ υπήρχαν φορές που έλεγα μήπως να γυρίσω πίσω μήπως να μην πάω σήμερα. Όταν όμως ήμουν σε αυτή την αίθουσα και περίμενα για να με βραβεύσουν και εμένα, κατάλαβα ότι άξιζε τον κόπο όχι μόνο επειδή βραβεύτηκα, επειδή αυτό που κατέγραφα ήταν απλές ιστορίες ανθρώπων που είναι μικρά κομματάκια στο γενικό παζλ του προσφυγικού και αν δεν έχεις και αυτές τις ιστορίες δεν έχεις την πλήρη εικόνα της προσφυγικής κρίσης και του προσφυγικού δράματος» ανέφερε στην ThessNews ο Αντώνης Ρεπανάς.
Η ψυχολογία του όταν κάλυπτε το προσφυγικό ζήταμα
Ο κ. Ρεπανάς αναφέρθηκε και στις δυσκολίες που αντιμετώπισε όταν πρωτοξεκίνησε να καλύπτει το προσφυγικό στην Ειδομένη και πως με το πέρασμα του χρόνου κατάφερε να ξεπεράσει το ψυχοπλάκωμα που ένιωθε για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι πρόσφυγες εκεί. «Κάποιες φορές ειδικά στην Ειδομένη με επηρέαζε πάρα πολύ και ψυχολογικά και πολλές φορές φεύγοντας από εκεί έκλαιγα μόνος μου. Έβλεπα μικρά παιδάκια με τα οποία έπαιζα ή τους πήγαινα κάτι και εγώ το βράδυ έφευγα στο αυτοκίνητό μου με τη ζέστη και αυτά πήγαιναν σε μια βρεγμένη σκηνή με κάποια βρεγμένα σκεπάσματα για να κοιμηθούν και θα ξυπνούσαν την άλλη ημέρα και πάλι το ίδιο περιμένοντας αν θα ανοίξουν τα σύνορα και πότε θα ανοίξουν. Περνώντας ο καιρός άρχισα σιγά σιγά και εγώ να προσαρμόζομαι στο τοπίο όπως και όλοι οι συνάδερφοι και να αρχίσουμε να το βλέπουμε σαν μια καθημερινότητα που δεν μας επηρέαζε πια τόσο πολύ» δήλωσε ο κ. Ρεπανάς.
Μάλιστα ο ίδιος ανέφερε ότι τώρα όταν κάνει ένα Flashback και βλέπει τις φωτογραφίες και τα βίντεο που έχει τραβήξει παλιά στην Ειδομένη ότι «καταλαβαίνω πόσο σκληρές ήταν οι εικόνες και η διαβίωση και πόσο έντονο γεγονός ήταν. Νιώθω τυχερός που το έζησα και ελπίζω να μην ξαναζήσουμε στην Ελλάδα τέτοιο πράγμα».
Το γεγονός που τον απογοήτευσε περισσότερο
Πηγαίνοντας στην Ειδομένη ο Αντώνης Ρεπανάς είδε και κατάλαβε κάποια πράγματα που τον απογοήτευσαν πολύ. «Έβλεπα ότι όλοι έπαιζαν σκάκι στις πλάτες των προσφύγων. Οι ανθρώπινες ψυχές ήταν πιόνια μιας σκακιέρας όπου έπαιζαν και οι Έλληνες και οι ξένοι πολιτικοί, κάποιες ΜΚΟ και κάποιες ομάδες αντιεξουσιαστών και αυτό ήταν πάρα πολύ λυπηρό γιατί έβλεπες ότι αυτά τα πιόνια ήταν οικογένειες σαν εμάς τους ίδιους. Ήταν παιδάκια σαν τις κόρες μου. Ήταν πιόνια σε μια σκακιέρα και το πολύ άσχημο ήταν ο χειρότερο παίκτης σε αυτή τη σκακιέρα ήταν η Ελλάδα» ανέφερε.
«Η Ελλάδα είναι μια πολύ μεγάλη χωρά»
Το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη αλλά και ούτε είναι ακόμη για να αντιμετωπίσει την προσφυγική κρίση δεν σημαίνει ότι το ίδιο ισχύει και για τον λαό της. «Ο ελληνικός λαός ήταν έτοιμος και αυτό που έκανε πολύ εντύπωση και πραγματικά εκεί ένιωσα περήφανος για την Ελλάδα αλλά και τους Έλληνες που γνώρισα. Ήταν απλοί άνθρωποι που ανέβαιναν στην Ειδομένη για να βοηθήσουν, να μαγειρέψουν και να μοιράσουν μερίδες φαγητό, να φέρουν ρούχα. Δεν είμαι όμως περήφανος για την ελληνική κυβέρνηση και τους Έλληνες πολιτικούς από όλες τις παρατάξεις. Πιστεύω ότι η Ελλάδα είναι μια πολύ μεγάλη χώρα. Και όπως μου έλεγε ένας φίλος «οι μεγάλες χώρες αφομοιώνουν, οι μικρές χώρες εκδιώκουν». Η Ελλάδα είναι μεγάλη χώρα και αυτό φάνηκε και από την δεκαετία του ’90 όταν ερχόταν οι μετανάστες από την Αλβανία οι οποίοι πλέον έχουν αφομοιωθεί. Αυτό αποδεικνύει ότι είμαστε μια μεγάλη χώρα αλλά όχι λόγω των πολιτικών μας» είπε ο κ. Ρεπανάς στη ThessNews.
Δύο ιστορίες που ξεχώρισε
Ο κ. Ρεπανάς μοιράστηκε και δυο ιστορίες από τις πολλές που έχει καταγράψει τις οποίες ξεχώρισε. Η μία μάλιστα βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. «Μου είχε κάνει εντύπωση ότι κάποια στιγμή συνάντησα έναν πατέρα με έναν ανιψιό από τη Δαμασκό οι οποίοι είχαν το εξής πρόβλημα: είχε μια κόρη του ήταν πολύ καλή μαθήτρια πολύ έξυπνη και ξαφνικά άρχισε να μην μπορεί να μιλήσει καλά και να διαβάσει. Έτσι ξεκίνησαν να ψάχνουν τι ακριβώς συμβαίνει. Αυτός είχε οικονομική άνεση αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν άκρη στη Δαμασκό και τότε την πήγε στη Βηρυτό αλλά ούτε εκεί οι γιατροί μπόρεσαν να βγάλουν άκρη και έμαθαν ότι υπάρχει ένα νοσοκομείο στη Γερμανία που είναι ειδικευμένο σε αυτές τις περιπτώσεις. Δεν μπορούμε όμως να πάρει βίζα για να πάει στη Γερμανία και έτσι αναγκάστηκε να στείλει τη γυναίκα και την κόρη άρρωστη να περάσουν από την Ειδομένη να πάει στη Γερμανία και μόλις έμαθε ότι η κόρη του είναι εντάξει ξεκίνησε με τον ανιψιό του για να πάει στη Γερμανία και αυτός από την Βαλκανική οδό για να τους πάρει πίσω στη Δαμασκό».
«Μια άλλη ιστορία που τη ζω ακόμα τώρα γιατί είναι σε εξέλιξη είναι ένας φίλος ο Ναζίμ ο οποίος έχει δυο αγοράκια και ένα κοριτσάκι. Ήταν στην Ειδομένη και περίμενε να περάσει αλλά δεν τα κατάφερε γιατί είχαν κλείσει τα σύνορα. Η γυναίκα του είχε καρκίνο και ήταν ήδη στη Γερμανία γιατί είχε περάσει πιο πριν. Η γυναίκα του πήρε 3 χρόνια άσυλο και προσπαθούν να κάνουν οικογενειακή επανένωση και ακόμα δεν τα έχουν καταφέρει. Η γυναίκα του ήρθε πριν από λίγες μέρες τους συνάντησε και ο Ναζίμ μέσα στην απόγνωσή του πήγε σταμάτησε το άσυλό του και τώρα είναι μια κατάσταση πολύ μπερδεμένη και πολύ δύσκολη. Και εγώ επειδή είμαστε πολύ φίλοι με τον Ναζίμ ζω όλο αυτό το δράμα και την ταλαιπωρία που βιώνει αυτή η οικογένεια και με ενοχλεί ιδιαίτερα» είπε ο κ. Ρεπανάς.
Ο λόγος που θεώρησε χρέος του πάει στην Ειδομένη και να γράψει ιστορίες ανθρώπων
Ο ίδιος έχει κάνει αρκετούς φίλους και τονίζει πως «γενικά είναι πολύ φιλόξενοι άνθρωποι και μοιάζουν πάρα πολύ με εμάς. Εγώ βλέπω σε αυτούς τους ανθρώπους όχι μόνο εμένα και την οικογένεια μου, βλέπω και την οικογένεια της γιαγιάς μου γιατί ήταν και αυτή πρόσφυγας από την Μικρά Ασία και ήρθε σαν ασυνόδευτο ανήλικο, όπως οι πρόσφυγες στη Λέσβο και μέσω του Ερυθρού Σταυρού τους ανακάλυψε ο αδερφός της μαμάς τους και την υιοθέτησαν και άλλαξε όνομα και ήρθε στη Θεσσαλονίκη. Το θεώρησα σαν ένα χρέος να ανέβω στην Ειδομένη και να γράψω ιστορίες ανθρώπων και φυσικά τώρα νιώθω πολύ καλά που επικοινωνούν φίλοι από το εξωτερικό. Είναι συγκινητικό και οι επαφές που κρατάμε και αυτά που μου λένε».
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.