Η σύσταση του επενδυτικού μείγματος σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδά του, θα πρέπει να διαφοροποιηθεί και να ακολουθήσει μια επενδυτική στρατηγική η οποία να δίνει βάρος σε έργα και επιχειρηματικούς τομείς που δημιουργούν προστιθέμενη αξία, έλκονται από την έρευνα και την καινοτομία, χρησιμοποιούν νέες τεχνολογίες και σέβονται το περιβάλλον, αναφέρει στο εβδομαδιαίο δελτίο της για τις οικονομικές εξελίξεις η Alpha Bank.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές της τράπεζας, οι τομείς αυτοί αφορούν ένα ευρύτερο πλαίσιο, το οποίο, εκτός από την ενέργεια και την εφοδιαστική Αλυσίδα (logistics), περιλαμβάνει και τον αγροδιατροφικό τομέα, τον τουρισμό, τους κλάδους της υγείας και του φαρμάκου, των τηλεπικοινωνιών και της πληροφορικής.
Οι τομείς αυτοί -προστίθεται- κρίνονται σημαντικοί για την οικονομική πορεία της χώρας, αφού κάθε ένας από αυτούς ενσωματώνει χαρακτηριστικά τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν ως ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και να αποτελέσουν βασικό όχημα της ελληνικής παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών στον δρόμο προς την ανάπτυξη.
Μεταξύ άλλων, σημειώνουν ακόμη ότι απαιτείται επιπροσθέτως η ταχεία υλοποίηση σημαντικών επενδυτικών σχεδίων και ιδιωτικοποιήσεων που είναι σε καθυστέρηση, όπως για παράδειγμα το επενδυτικό πρόγραμμα του Ελληνικού και η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, καθώς και η αποκλιμάκωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρηματικών κερδών στο πλαίσιο μιας αλλαγής του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής.
Αναφέρουν επίσης ότι το πιο σημαντικό για την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων και την ορθή τιμολόγηση των στοιχείων ενεργητικού, είναι η πλήρης εκτέλεση των συμβάσεων και η χωρίς καθυστέρηση επίλυση διαφορών και διενέξεων μέσω της ταχείας εκδίκασης των δικαστικών υποθέσεων.
Μεσοπρόθεσμα, θα μπορούσε να τεθεί ως στόχος η επάνοδος των ετήσιων επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ στα προ κρίσης επίπεδα, δηλαδή μεταξύ 23-26%.
Από το φύλλο της THESSNEWS #153 (13/04/2019-14/04/2019)